Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:
  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Καλησπέρα σας αγαπημένοι φίλες και φίλοι!!
Σήμερα, θα συνεχίσω την αφήγησή μου σχετικά με την φιλοζωία του σήμερα, που τείνει να αναχθεί σε λατρεία και θα την συγκρίνω με την ανύπαρκτη φιλοζωία του χθες, για να μην πω με το μένος εναντίων των τετράποδων φίλων μας. Τότε, εκτός των τετράποδων αδέσποτων, υπήρχαν και τα δίποδα αδέσποτα, δηλαδή νεαρά παιδιά τα οποία δεν πήγαιναν καν σχολείο, αλλά ούτε εργάζονταν και περιφέρονταν στους δρόμους καθ’ ομάδες. Αυτές οι ομάδες αλληλοσπαραζόταν μεταξύ τους και μόνοιαζαν μόνο στο μένος εναντίων των αδέσποτων τετράποδων που γύριζαν και αυτά τα καημένα προς εξεύρεση τροφής, με ανελέητο πετροβολισμό, (πυρομαχικά –πέτρες- υπήρχαν άφθονες στους δρόμους καθότι η άσφαλτος έγινε πολύ αργότερα). Τα δε τετράποδα από τα «πυρά» είχαν καταντήσει «σαρανταπληγάρης γάιδαρος» όπως έλεγαν παλαιά, όταν μάλιστα τα δίποδα είχαν εύστοχα πυρά καμάρωναν και από πάνω. Επ΄ ευκαιρία της φράσεως «σαρανταπληγάρης» να σας πω ότι και τα μεγάλα τετράποδα (γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα) δεν τύχαιναν καλύτερης μεταχειρίσεως, παρόλο που ήταν «εργαλεία» για το προς το ζην του ανθρώπου. Σε αυτό το σημείο θα σας αναφέρω ότι υπήρχαν και ελάχιστοι (μιλάω πάντα για την προπολεμική περίοδο έως την κατοχή) συμπολίτες μας που είχαν το «μικρόβιο» του κυνηγιού και ως εκ τούτου διατηρούσαν στα σπίτια τους σκύλους, ορισμένης ράτσας, τους οποίους τους εκπαίδευαν και τους είχαν πολύτιμους βοηθούς για το κυνήγι τους. θυμάμαι δε χαρακτηριστικά –από διηγήσεις γιατί ήμουν πολύ μικρός τότε- ότι οι κυνηγοί συναντιούνταν αχάραγα στο καφενείο (σήμερα Νάπολι) που άνοιγε από τη νύχτα, του παππού Χαράλαμπους (μου διαφεύγει το μικρό όνομα) και από εκεί περνούσε και τους έπαιρνε -ανθρώπους και σκυλιά- ένα από τα τέσσερα ταξί που υπήρχαν τότε, του αείμνηστου ΚΟΧΛΑ, για να τους μεταφέρει στα βουνά ώστε να επιδοθούν στο αγαπημένο τους σπορ. Καταλαβαίνεται ότι αυτά τα σκυλιά, παρόλο που διαβιούσαν σε σκληρές συνθήκες, ήταν τα πλέον ευνοημένα και τα μόνα που ξέφευγαν από το πετροβόλημα των δίποδων.
Ως το τέλος της κατοχής, όσες γάτες είχαν κατορθώσει να επιζήσουν από τα τραπέζια των ιταλών, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ραγδαίο ρυθμό -χάρις στην ανάγκη που είχαν οι έλληνες για το φόβο των ποντικών- και επήλθε η κανονικότητα. Τότε όμως εμφανίστηκε ένας άλλος κίνδυνος για τα τερτάποδα, που δεν τον φανταζόταν κανείς. Συγκεκριμένα οι δρόμοι μέχρι και το ΄47 (νομίζω) ήταν χωματόδρομοι και σε άθλια κατάσταση, με αποτέλεσμα τα ελάχιστα τροχοφόρα να κινούνται με πολύ μικρές ταχύτητες. Το έτος αυτό -εάν θυμάμαι καλά- λόγω του εμφυλίου δημιουργήθηκε η ΑΜΑG. Αυτή ήταν μια οργάνωση Αμερικανικής προέλευσης και διευθύνονταν από ειδικευμένα ανώτερα στελέχη (εξειδικευμένα στην οδοποιία). Με ταχύτατους ρυθμούς λοιπόν για την εποχή εκείνη, άρχισε να ασφαλτοστρώνει το οδικό δίκτυο της Ελλάδας, κάτι που προκαλούσε δέος σε εμάς τους ανίδεους. Αποτέλεσμα τα αυτοκίνητα που κινούταν έως τότε με ρυθμό χελώνας, αρχίσουν να αναπτύσσουν μεγάλες, αστρονομικές μπορώ να πω για την εποχή ταχύτητες (60 με 80 χιλμ/ώρα). Αυτό το γεγονός είχε μεν θετικά αποτελέσματα στις μετακινήσεις ανθρώπων και εμπορευμάτων, αλλά κατάντησε θανάσιμη απειλή για τα συμπαθή τετράποδά μας. Αυτά όπως είχαν συνηθίσει διέσχιζαν αμέριμνα τους δρόμους, οπότε τα πατούσαν τα αυτοκίνητα με αποτέλεσμα το οδικό δίκτυο να γεμίζει από προβιές πατημένων ζώων. Υπήρχαν και οδηγοί που προσπαθούσαν να τα αποφύγουν, αλλά τα αυτοκίνητα της εποχής εκείνης δεν φρέναραν όπως σήμερα, εξάλλου το απότομο φρενάρισμα ήταν επικίνδυνο οπότε περνούσαν από πάνω τους δυστυχώς. Βέβαια υπήρχε και η άλλη κατηγορία που δεν έκαναν καν τον κόπο να τα αποφύγουν και μάλιστα καμάρωναν για το «κατόρθωμά τους» πόσα ζώα πάτησαν κατά την διαδρομή τους.
Νομίζω ότι εδώ πρέπει να αναφέρω και ένα άλλο γεγονός το οποίο αποτελούσε κίνδυνο από τα τετράποδα και κυρίως από τα σκυλιά έως και το 1987 όπου η νόσος αυτή εξαλείφτηκε επίσημα. Αυτό ήταν η έξαρση της ΛΥΣΣΑΣ που ήταν απότοκος της νοοτροπίας που υπήρχε να πετούν τα εντόσθια των σφαγμένων ζώων στους δρόμους. Αυτή η νόσος ήταν φοβερή και ύπουλη, μεταδίδονταν με το παραμικρό δάγκωμα από προσβεβλημένο ζώο και αν δεν προέβαινε κάποιος αμέσως σε μια επώδυνη νοσηλεία και το αμελούσε, ενώ στην αρχή δεν είχε συμπτώματα, κατά την περίοδο όμως της επωάσεως της αρρώστιας (δεκαπέντε με είκοσι μέρες νομίζω μετά) δεν υπήρχε επιστροφή υπήρχε επώδυνος θάνατος. Αυτή η νόσος παρατηρούταν κυρίως εκτός των πόλεων, περισσότερο στα χωριά.
Στην «μικρά» Αθήνα τότε -μετά το ΄50 που ανεβοκατέβαινα για επαγγελματικούς λόγους-, θυμάμαι υπήρχε ένα κτήριο με την επιγραφή «Λυσσιατρείο», ήταν και στάση μάλιστα εκεί αστικών λεωφορείον με το αντίστοιχο όνομα και από εκεί ξεκινούσαν κάθε πρωί ημιφορτηγά κλειστά αυτοκίνητα και περιδιάβαιναν στις συνοικίες της Αθήνα και οι οδηγοί τους έκαναν και χρέη ΜΠΟΓΙΑ όπως ονομάζονταν τότε. Αυτοί όπου έβρισκαν αδέσποτα σκυλιά, τα καλόπιαναν με τροφή και με μια μεγάλη απόχη τα έπιαναν και τα πήγαιναν στο «λυσσιατρείο» όπου εκεί αν δεν παρουσίαζαν συμπτώματα λύσσας περίμεναν ένα διάστημα μήπως εμφανιστεί κάποιος να τα πάρει και μετά τα …θανάτωναν. Τώρα που ξέρω τόσες λεπτομέρειες; Εεεε το κτήριο αυτό του λυσσιατρείου (δωρεά κάποιας βασίλισσας όπως έλεγε μια πλάκα που ήταν απέξω) ήταν απέναντι από την είσοδο μεγάλης βιομηχανίας με την οποία συνεργαζόμουν στενότατα.
Το «φρούτο» λοιπόν αυτό του ΜΠΟΓΙΑ επεκτάθηκε κάποια στιγμή και έφτασε και στην πόλη μας. Όχι βέβαια επί μονίμου βάσεως, αλλά όταν πολλαπλασιαζόταν πολύ τα αδέσποτα και γίνονταν διαμαρτυρίες στις αρχές του τόπου, ερχόταν εξ Αθηνών ειδικός κομψοντυμένος ΜΠΟΓΙΑΣ, ο οποίος είχε μέσα σε μια σακούλα «μπολιασμένα» κομμάτια κρέατος με θανατηφόρο δηλητήριο και επιδίδονταν συστηματικά στο μακάβριο έργο του, την εξολόθρευση των αδέσποτων, υπό τις αποδοκιμασίες ελαχίστων, αλλά δυστυχώς και την επικρότηση των περισσοτέρων. Αυτά δυστυχώς τα καημένα όπως ήταν πεινασμένα ορμούσαν να φάνε και…… αντίο ζωή. Κατόπιν περνούσε συνεργείο του Δήμου και μάζευε τα πτώματα και πήγαινε και τα έθαβε. Αυτό το μακάβριο έργο, γίνονταν επίσημα από το κράτος για τον φόβο της επέκτασης της νόσου της λύσσας, ευτυχώς όμως σταμάτησε τη δεκαετία του ΄70.
Εδώ τελειώνω την σημερινή αφήγησή μου, αν και είχα πολλά να πω αλλά αρκετά μακρηγόρησα. Είχα ευτυχώς την τύχη να δω και την σημερινή εξέλιξη ανθρώπων και τετράποδων φίλων μας και τολμώ να πω ότι και εκπολιτίζονται γρηγορότερα, και αποβάλουν τα άγρια ένστικτά τους πολύ πιο γρήγορα από εμάς τους υποτιθέμενους ανθρώπους.
Καληνύχτα σας!!!!
ΛΟΥΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

191
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.