Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:
  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Καλησπέρα σας αγαπημένοι μου φίλοι

Σήμερα θα αναφερθώ στο δεύτερο -όπως είπα στο προηγούμενο αφήγημά μου- γεγονός, που τυγχάνει να έχει και «επέτειο» αυτό τον καιρό και το οποίο δεν σχολιάστηκε καθόλου, λόγω της μικρής διάρκειάς του (μισή μέρα), αλλά και λόγω της ευτυχής κατάληξής του. Εύχομαι να βρεθούν αναγνώστες μου, που είτε εξ ιδίας αντιλήψεως (νεαροί……. όπως και εγώ), είτε έχουν ακούσει από αφηγήσεις για το θέμα, να γράψουν κάτι επιπλέον, ή να κάνουν παρατηρήσεις, ή να με συμπληρώσουν.
Το γεγονός που θα αναφέρω συνέβη, μια μουντή ημέρα, -αν θυμάμαι καλά- από 10 -15 Δεκεμβρίου 1944. Τα δεκεμβριανά, όπως έμειναν στην ιστορία, δηλαδή η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τους εγγλέζους, εκείνη την στιγμή, εμαίνετο και ήταν στο ζενίθ της. Όλος ο κόσμος όπως και όλη η Ελλάδα, παρακολουθούσαν άναυδοι τα γεγονότα.
Κύρια πηγή πληροφοριών, τότε ήταν του ΒΒC, από την ελληνόφωνη εκπομπή στις 8 το βράδυ, και εκείνη η πληροφόρηση, όχι συνεχόμενη μιας και το ρεύμα το παρείχαν κάθε δύο ώρες το βράδυ, έως τέλος Δεκέμβρη, ώσπου τέλος Δεκέμβρη έλλειψη καυσίμων σταμάτησε και αυτό το δίωρο. Φυσικά ραδιόφωνο με μπαταρίες, τότε ήταν άγνωστο είδος. Βέβαια και από εκεί οι πληροφορίες μεταφερόταν, στους μη έχοντες ραδιόφωνο, κατά το πολιτικό δοκούν του καθενός. Από φήμες δε …..ο χαμός του χαμού. Αποτέλεσμα να υπάρχει ένα μαίνος για τους συμπαθούντες των ΕΛΑΣ, αλλά και ένας κρυφός πόθος στους αντίθετους χωρίς να εκδηλώνεται.
Τώρα γιατί τα γράφω αυτά; Θα το δείτε στην συνέχεια.
Την μουντή εκείνη ημέρα λοιπόν, απότομα στην μέση της ημέρας, άρχισε ένας αναβρασμός, ο κόσμος έτρεχε προς την παραλία, άλλοι έτρεχαν προς την πόλη. Γινόταν εν ολίγοις ένας μικρός χαμός, τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει; Η απάντηση ήταν ότι εμφανίστηκε ένα μεγάλο αντιτορπιλικό (άλλοι το ονόμασαν!!!!!!! θωρηκτό), ανοικτά από τον κάβο της Παναγίτσας. Σταμάτησε λοιπόν εκεί αλλά χωρίς να αγκυροβολήσει. Εδώ πρέπει να σας πω, ότι όλα αυτά τα βλέπαμε από τα πέντε αδέλφια, πάντα σκυφτοί ανάμεσα στα κτήρια και την βλάστηση, καθώς όλες οι προσβάσεις και οι δρόμοι που κατέληγαν στην παραλία, είχαν κλειστεί από τους Γερμανούς, στην κατοχή, με έναν τσιμεντένιο τοίχο που είχε πολύ μικρό άνοιγμα στην μέση, ίσα να χωρά ένας άνθρωπος. {Αυτό είχε γίνει γιατί φοβούνταν απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα και ειδικότερα στο Ναύπλιο, κάτι που έγινε τελικά στην Ιταλία}. Ορισμένοι αξιωματούχοι του ΕΛΑΝ που είχαν κιάλια, παρακολουθούσαν το σκάφος, αλλά δεν έβλεπαν στο κατάστρωμα καμία κίνηση, ήταν όλοι καλυμμένοι. Μετά από ημίωρη παραμονή και πλέον, ακινησίας του σκάφους, άρχισε να προχωρά σιγά- σιγά και να μπαίνει στο λιμάνι. Τότε ο πανικός έφτασε κυριολεκτικά στο ζενίθ του. Φώναζαν όλοι καλυφτείτε γιατί θα μας βομβαρδίσουν. Η παραλία, άδειασε τελείως, από όλους τους περίεργους, ακόμη και από αυτούς που είχαν βγει έξω από τα τσιμεντένια «τείχη», στα οποία τείχη είχαν λάβει θέση λίγοι άνδρες του ΕΛΑΣ, με ατομικό εξοπλισμό, καθότι οι μάχιμες δυνάμεις του είχαν αναχωρήσει για την Αθήνα. Το τορπιλικό, μπήκε τελικά στο λιμάνι, χωρίς να γίνει τίποτα, αλλά και χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως κίνηση επάνω του. Μέσα σε αυτή την αναμπουμπούλα και τα τρεχάματα μέσα στην πόλη, πληροφορήθηκε ο πατέρας μου, που ήταν στο μαγαζί εκείνη την ώρα –δήμαρχος γαρ- τα τεκταινόμενα. Τότε έστειλε και έφερε άρον άρον από την δημαρχεία την κόρη του γιατρού ΔΕΙΚΤΑ, που ήταν αγγλομαθής. Την πήρε λοιπόν μαζί του και γρήγορα-γρήγορα κατευθύνθηκε, μέσω της πλατείας στον δρόμο πίσω από το μουσείο που οδηγεί στην παραλία. Πήγαιναν από τον δρόμο εκεί που ήταν του Κοντογιάννη το εστιατόριο «Ο ΦΙΚΟΣ», στην άκρη, κοντά στο τσιμεντένιο τείχος των γερμανών, όπου ήταν ταμπουρωμένοι οι άνδρες του ΕΛΑΣ, με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Μόλις πλησίασε εκεί ο πατέρας μου, προσπάθησαν να τον ανακόψουν λέγοντάς του «που πας συναγωνιστή δήμαρχε»; Ο πατέρας μου, χωρίς να απαντήσει τους παραμέρισε με βίαιο τρόπο και συνεχίζοντας με την άναυδη κοπέλα, πέρασε μέσα από την σχισμή του τείχους και βγήκε στην παραλία. Από μέρους των ΕΛΑΣΙΤΩΝ γινόταν χαμός και φώναζαν «που πας συναγωνιστή δήμαρχε; Αυτοί σκοτώνουν τα αδέλφια μας στην Αθήνα» και άλλα τέτοια. Ο πατέρας μου κάποια στιγμή σταμάτησε και απευθύνθηκε στους φωνασκούντες, με την στεντόρεια φωνή του και είπε «σκασμός, σκασμός, εάν αυτοί τρελάθηκαν στην Αθήνα και δεν ξέρουν τι κάνουν, δεν θα τρελαθούμε και εμείς εδώ». {Εδώ να σημειώσω ότι όλα αυτά που αναφέρω τα έζησα, γιατί είχα ακολουθήσει τον πατέρα μου}. Ακολούθως, μαζί με την κοπέλα, τράβηξε για το σκάφος, αφού προηγουμένως μου απαγόρευσε να τον ακολουθήσω άλλο και να μείνω πίσω στο τείχος. Τότε σταμάτησα και έχασα τα κατ΄ ιδίαν γεγονότα που συνέβησαν στην πρώτη φάση, γιατί έγινε και δεύτερη στην οποία ήμουν μαζί του. Φτάνοντας ο πατέρας μου στο πλοίο, βγήκαν από τα καλυμμένα μέρη του σκάφους, τρεις εγγλέζοι, ο κυβερνήτης και δύο αξιωματικοί και από ότι είδαμε από μακριά, -αφού τώρα δεν είχαμε μεγάλη απόσταση- φορούσαν σωσίβια, κάτι που έδειχνε ότι ήταν εις τάξη μάχης. Ο πατέρας μου τότε τους χαιρέτησε –μέσω της διερμηνέας- και τους ρώτησε «ποιος είναι ο σκοπός της επισκέψεώς σας»; Αυτοί απάντησαν ότι «ήθελαν να αγοράσουν λαχανικά και ει δυνατόν μια ποσότητα πόσιμου ύδατος», συνεχίζοντας ανάφεραν ότι «δυστυχώς δεν έχουμε ελληνικά νομίσματα αλλά μόνο αγγλικά», η απάντηση του πατέρα μου ήταν: «δεν πειράζει, έχουμε εμείς λεφτά, περιμένετε ήσυχα εδώ και σε καμιά ώρα θα έχετε όλα τα πράγματα που θέλετε». Ο πατέρας τότε γύρισε πίσω μαζί με την κοπέλα, πήγε στην αγορά, πήρε τα δύο δικά μας καρότσια και μερικά άλλα και πήγε στου ΤΣΙΓΚΑ το μανάβικο (αν δεν με απατά η μνήμη μου) και σε άλλα μανάβικα και γέμισε τα καρότσια με λάχανα της εποχής και είπε στους εμπόρους «αύριο το πρωί στείλτε το λογαριασμό στην δημαρχεία να πληρωθείτε». Επίσης ξέχασα να σας πω ότι στα δικά μας καρότσια είχαμε φορτώσει αρκετές «νταμιτζάνες» (γυάλινες μεγάλες μποτίλιες πλεχτές απέξω με καλάμια και σιδερένια βάση) και αφού τις πήγαμε στου ΚΑΡΩΝΗ και πήραμε και μερικές άλλες, τις πλύναμε και τις γεμίσαμε νερό. Ηγούμενος αυτού του κομβόι λοιπόν ο πατέρας μου, βγήκε στην παραλία, στο εμπορικό λιμάνι, σε ένα σημείο που δεν είχε οχυρωθεί (δεν θυμάμαι που ακριβώς), -μαζί του και πάλι εγώ- και πήγε κατεύθυναν στο αντιτορπιλικό. Εν τω μεταξύ, κυριαρχούσε επικίνδυνη ηρεμία, στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, ο κόσμος όλος, έπαψε να φοβάται και είχε κατέβει διστακτικά στην αρχή κοντά στην «νεκρή» ζώνη. Οι πλέον θαρραλέοι είχαν πάει κοντά στο πλοίο, και μάλιστα είχαν αρχίσει το «εμπόριο», προσπαθούσαν να αγοράσουν κανένα τσιγάρο κ.α μικροπράγματα. Ο κυβερνήτης του πλοίου, μόλις είδε ότι πλησιάζει η μεγάλη πομπή, με τα καρότσια και τα προϊόντα που είχε ζητήσει, εμφανίστηκε με άλλη διάθεση, φιλική τώρα και κυρίως χωρίς σωσίβια. Βγήκαν έξω λοιπόν δύο ναύτες και υπέδειξαν ένα σημείο για να ξεφορτώσουν όλα αυτά τα προϊόντα. Ο κυβερνήτης κατόπιν κατέβασε έναν αξιωματικό που μετέφερε πρόσκληση προς τον πατέρα μου και τον καλούσε στο πλοίο να πιει ένα τσάι μαζί του. Πράγμα που ο πατέρας μου αποδέχτηκε. Όταν είδαν ΕΛΑΣΙΤΕΣ, ότι ο πατέρας μου πήγαινε να ανέβει στο σκάφος, άρχισαν να φωνάζουν «μην πας συναγωνιστή δήμαρχε εκεί, θα σε πάρουν όμηρο». Ο πατέρας μου δεν χαμπάριαζε όμως τέτοια, ανέβηκε –αφού απαγόρευσε σε εμένα άλλη μια φορά να τον ακολουθήσω και έτσι έχασα και αυτό το «θέαμα»- και πήγε στο σαλόνι του πλοίου, εκεί ήπιε μαζί με τον κυβερνήτη και το επιτελείο του, το πατροπαράδοτο για τους εγγλέζους τσάι. Εκεί στην συζήτηση που έγινε, μίλησαν μεταξύ άλλων και για τον πόλεμο, και ο πατέρας ανάφερε ότι ήταν και αυτός θύμα των ναζιστών, μιας και έχασε τον πρωτότοκο γιο του. Οι εγγλέζοι, μετά από αυτή την αποκάλυψη, άρχισαν να τον κοιτάζουν με τόσο σεβασμό, που άγγιζε τα όρια του δέους, όπως μας είπε μετά η διερμηνέας. Όταν τελείωσε η παραλαβή, σηκώθηκε, ο πατέρας μου να φύγει, τότε τον συνόδευσαν σύσσωμοι όλοι οι αξιωματικοί με επικεφαλής τον κυβερνήτη και λίγο πριν κατέβει παρατάχθηκαν μπροστά του και άρχισαν να τον χαιρετούν ένα ένας στρατιωτικά.
Μετά λίγο της αναχωρήσεως του πατέρα μου, έλυσαν τους κάβους του πλοίου και άρχισαν τις μανούβρες για να βγουν από το λιμάνι. Αυτή την φορά όμως στο άδειο κατάστρωμα της εισόδου, είχαν παραταχθεί κατά άνδρα, σε στάση προσοχής, όλοι οι άνδρες του σκάφους, όπως συνήθως γίνεται στα πολεμικά σκάφοι.
Έτσι έληξε όλο αυτό το επεισόδιο και ο καθένας μας πήγε στην δουλειά του, μακαρίζοντας τον Θεό που η υπόθεση κατέληξε έτσι και δεν είχε άλλη τραγική εξέλιξη.
Ακόμη και σήμερα που σας γράφω, αναλογίζομαι και με πιάνει κρύος ιδρώτας, για το τι θα είχε γίνει, αν δεν είχε μεσολαβήσει, ο για άλλη μια φορά «από μηχανής Θεός» πατέρας μου και είχε καταλήξει η υπόθεση σε πολεμική εμπλοκή και αν είχε γίνει χρήση του βαρέως εξοπλισμού και των πυροβόλων όπλων που έφερε το πλοίο εις αντίποινα των μικρών συμβατικών όπλων που είχε στα χέρια του ο ΕΛΑΣ. Καταλαβαίνετε τώρα και μόνοι σας, τι εκατόμβη θυμάτων θα ακλουθούσε και το κυριότερο αν από τις βολές του πυροβολικού έπιανε φωτιά κάποιο σπίτι στο Ναύπλιο, με την ανυπαρξία πυροσβεστικής τι θα γινόταν; Ακόμη και σήμερα θα καιγόμασταν.
Ευτυχώς τέλος καλό όλα καλά!!!!!!!
Καληνύχτα σας
Σύντομα κοντά σας
ΛΟΥΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

261
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.