Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Kομπογιαννίτες και φαρμακοτρίβες το ’21 – Τα χάπια του Πασχάλη στο Ναύπλιο (της Μ. Βασιλείου)

  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Είναι γνωστό ότι και κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, οι συνεχείς προσπάθειες και πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση πόρων και εφοδίων για τον Αγώνα, δεν περιελάμβαναν ιδιαίτερη μέριμνα για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μαχητών και την ιατροκοινωνική προστασία των αμάχων.

Ωστόσο αρκετοί νέοι από διάφορες περιοχές της υπόδουλης Ελλάδος, προερχόμενοι σχεδόν αποκλειστικά από εύπορες αστικές οικογένειες, έσπευδαν σε πανεπιστήμια ευρωπαϊκών πόλεων για να σπουδάσουν, κατά προτίμηση Ιατρική, γιατί κατά τον Κοραή «…θηριώδες έθνος εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα».

Τα Πανεπιστήμια επιλογής των Ελλήνων για ιατρικές σπουδές ήταν κυρίως της Πάδοβας, της Παβίας, της Πίζας και της Βιέννης, από τα οποία οι αποφοιτούντες με διπλώματα που έφεραν την αναφορά «Natione Graecus» προσπαθούσαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο την υπόδουλη πατρίδα και να συνδράμουν στον αγώνα.

Στην υπόδουλη Χώρα λοιπόν, στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, υπήρχαν κυρίως πρακτικοί ή εμπειρικοί ιατροί που ασκούσαν τη λεγόμενη «Δημώδη Ιατρική», καιήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι κυρίως, στην ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων, στην περιποίηση τραυμάτων και στην πραγματοποίηση μικροεπεμβάσεων, με συνέπεια να καλούνται και «ιατροχειρουργοί» αλλά επίσης, «ιατροφαρμακοποιοί», γιατί, εκτός των ιατρικών πράξεων, παρασκεύαζαν φάρμακα και συνέλεγαν βότανα, τα οποία χορηγούσαν, κατά περίπτωση, σε ασθενείς και τραυματίες. Η μετάδοση των γνώσεων και των εμπειριών στην άσκηση της πρακτικής ιατρικής ήταν συνήθως οικογενειακή υπόθεση και περνούσε από τον πατέρα στα παιδιά του. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί η λειτουργία πρακτικών ιατροφαρμακευτικών σχολείων στην Αθήνα, το Καρπενήσι, τη Σπάρτη, τη Χίο και αλλού, στα οποία διδάσκονταν σχετικά μαθήματα. Ένα τέτοιο ιατροφαρμακευτικό σχολείο ιδρύθηκε στο Μυστρά από τον Παναγιώτη Γιατράκο πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.

Τα φάρμακα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες ιατροί και πολλοί από τους εμπειρικούς, ήταν κυρίως δρόγες (αλόη, θεριακή, κάρδαμο, κίνα, πιπερόριζα, σαμπούκο, σαρκοτρόφι, σίλφιο κ.ά.), η χρήση των οποίων ανάγεται στην εποχή του Διοσκουρίδη. Ήταν, επίσης, ορισμένες φαρμακευτικές και χημικές ουσίες (άλας αψινθίας, βόραξ, γόμμα Αραβική, εμετική τρυξ, μίνιον, νίτριον, οξύ-μελι κ.ά.) και διάφορα σκευάσματα (balsamo di Tolu, elixir propriepatis, laudano di Barbaro κ.ά.), τα οποία προμηθεύονταν, όσοι είχαν τη δυνατότητα, από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τα Επτάνησα και την Τεργέστη.

Παράλληλα με τους επιστήμονες και τους πρακτικούς ιατρούς ασκούσαν ιατρικές πράξεις και χορηγούσαν φαρμακευτικά παρασκευάσματα, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι. Οι κομπογιαννίτες και οι τσαρλατάνοι ήταν ψευτογιατροί με ενδιαφέρον αποκλειστικά επικεντρωμένο στο οικονομικό όφελος και με τάση να περιαυτολογούν για τις θεραπευτικές τους επιτυχίες σε βαθμό τερατολογίας.

Οι κομπογιαννίτες και οι τσαρλατάνοι είχαν, επίσης, τα προσωνύμια «Βικογιατροί», συγκέντρωναν βότανα από την κοιλάδα του Βίκου ή «Ματσοκάριδες» γιατί κρατούσαν ρόπαλο (mazuca) κυρίως για να αμύνονται από τις επιθέσεις των συγγενών του ασθενούς. Η θεραπευτική αγωγή που συνιστούσαν, απαιτούσε αφενός υλικά για την παρασκευή φαρμάκων, τα οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν και αφετέρου υιοθέτηση οδηγιών ιδιαίτερα πολύπλοκων στην εφαρμογή τους.

Τους Βικογιατρούς ή κομπογιαννίτες του Ζαγορίου εντοπίζει στις περιηγήσεις του και ο Πουκεβίλ, στα τέλη του 18ου αιώνα και τον εντυπωσιάζουν οι ικανότητες τους, καθώς και ο τρόπος που μπολιάζουν την τέχνη τους από γενιά σε γενιά: «Οι πατέρες μεταβιβάζουν στα παιδιά τους ή και σε μαθητές που προσκολλώνται σε αυτούς ως υπηρέτες, την πρακτική μερικών χειρουργικών εργασιών (…) με τέτοια επιτυχία και επιδεξιότητα, ώστε μπορούν να εκπλήξουν και τους πιο ικανούς χειρουργούς. Διακρίνονται προ πάντων στις περιεσφιγμένες κήλες ή στις κήλες που έγιναν ενοχλητικές εξαιτίας του βάρους των. Άλλοι ξέρουν να χειρουργούν τον καταρράκτη διά πιέσεως και οι πιο ικανοί χρησιμοποιούν λιθοτομία. Αναφέρω πράγματα που είδα. Οι αμαθείς χειρουργοί του Ζαγορίου δεν δημιουργούν περισσότερα θύματα από όσα πολλοί σημερινοί πτυχιούχοι επιστήμονες».

Η ενδυμασία των κομπογιαννιτών έχει περιγραφεί από πολλούς ιστορικούς και ιστοριογράφους της εποχής…….. φορούσαν «μέλαιναν μαλλιαράν σεγγούνα, περιέδεναν δε με πράσινη ταινία την εις δασείς πλοκάμους κυμαίνουσαν χαίτην των επί της οποίας έθετον σαμουροκάλπακο και επί του βραχίωνος έθετον οζώδην ράβδον εξ ου και απεκλείθησαν ματσουκάδες». Την ειδική ένδυση των κομπογιαννιτών περιγράφει και ο Δ. Καπούρογλου «αποτελούνταν από αντερί (φαρδύς χιτώνας) και τζουπέν, ζώνην πλατείαν και καλπάκι μικρότερον του αρχοντικού». Σύμφωνα με άλλες πηγές οι Βικογιατροί «επετρέπετο να φορούν ποικιλόχρωμα φορέματα να φέρουν αλεξιβρόχιον και να σοβώσι καβαλλαραίοι».
Στο σαμουροκάλπακο, καπέλο από γούνα σαμουριού (ένα είδος νυφίτσας), τοποθετούσαν εμφανώς, φάρμακα πρώτης ανάγκης. Σε άλλες περιπτώσεις τοποθετούσαν τα φάρμακα σε σακούλες, τις οποίες κρεμούσαν σε εμφανή σημεία της ένδυσής τους και για το λόγο αυτό ονομάζονταν και σακουλαραίοι.

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας σε άρθρο του (1883) τιτλοφορούμενο «Η ιατρική εν Ελλάδι» αναφέρει πως φορούν επωμίδες, οι οποίες «ανεμιζόμεναι κροταλίζουν επί των δίκην παρασήμων επικείμενων μεταλλικών κομβίων», και μικρά υποδήματα «περισφιγγόμενα διά θεατρικών κροσσιών και στενών παντελονιών πεποικιλμένων διά σειριτίων» έτσι που ομοιάζουν «προς Ισπανούς ταυρομάχους»!

Συνήθως είχαν ως συνοδεία έναν βοηθό, ο οποίος διαλαλούσε «γιατρός! γιατρικά! βότανα για κάθε αρρώστια!», ενώ μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερη συντεχνιακή διάλεκτο.

Ο Α. Σούτσος στην κωμωδία Ο ΑΣΩΤΟΣ σατυρίζει τους κομπογγιαννίτες με τους παρακάτω στίχους:
“Δεν είμαι εγώ Ζαγοριανός να περπατώ στο δρόμο
Με αλοιφές, με έμπλαστρα, με βότανα στον ώμο
Και να φωνάζω από το κουτσό και ψόφιο μου μουλάρι
Καλός γιατρός, πουλεί ζωή! Ποιος θέλει! Ποιος θα πάρη.”

Αλλά και γιάτρισσες κατείχαν εξ οικογενειακών κληρονομιών γιατροσόφια θεραπευτικής και χορηγούσαν φάρμακα. Ήταν η ελπίδα των αρρώστων της εποχής, μιας εποχής στην οποία η ιατρική βρίσκονταν σε νηπιακή κατάσταση.

Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης αναφέρονται επίσης και κάποιοι εμπειρικοί φαρμακοτρίβες, οι οποίοι μαζί με άλλα εμπορεύματα πουλούσαν και φάρμακα. Ειδικοί φαρμακοποιοί δεν υπήρχαν.

Ονομαστός κατά την έναρξη της Επανάστασης φαρμακέμπορος υπήρξε ο Νικολής Πύρλας από την Τρίπολη, ο οποίος είχε μάθει τα σχετικά με το εμπόριο και τη χρήση των φαρμάκων στη Μάλτα και στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1822, όταν απελευθερώθηκε το Ναύπλιο, πολλοί ομογενείς ιατροί, που είχαν σπουδάσει στα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, ήρθαν στην Ελλάδα για να προσφέρουν τις ιατρικές και φαρμακευτικές γνώσεις τους. Το πρώτο φαρμακοπωλείο που ιδρύθηκε στο Ναύπλιο ήταν του Πασχάλη Θεοδώρου, Μικρασιάτη, πιθανόν από την Σμύρνη, που είχε σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Αυτός ασκούσε την ιατρική και παράλληλα διηύθυνε και το φαρμακείο όπου παρασκεύαζε γαληνικά φάρμακα (φάρμακα δηλαδή εξατομικευμένης φαρμακοθεραπείας), καταπότια, εκχυλίσματα κλπ.

Από άρθρο του Μιχ. Λαμπρυνίδη 1912 που περιέχεται στο Ημερολόγιο Σκόσκου (1915) μαθαίνουμε ότι: O Δετώρ Πασχάλης (έτσι υπέγραφε) εμίσθωσε αντί μεγάλου σχετικώς μισθώματος κατάστημα στην κεντρικώτερη θέση της πόλεως, καλουμένη Σαντριβάνι, όπου ήταν η αγορά, το οποίο και διασκεύασε ευπρεπέστατα. Μακρά εκ κοινού ξύλου τράπεζα ετέθη επικεφαλής του καταστήματος και επ’ αυτής η απαραίτητος μικρά τρυτάνη (γλωσσίδα του ζυγού που δείχνει το βάρος) μετά θήκης περιεχούσης αντί βαρών σπέρματα σίτου (σιταρόσπορους), προς ζύγιση των φαρμάκων, και μερικά ιγδία (γουδιά) σιδερένια από θραύσματα όλμων, ως επί το πλείστον. Τους τοίχους του καταστήματος περιέβαλλον εξ’ ολοκλήρου γυάλινες προθήκες, υαλοσκεπείς έμπροσθεν, προς φύλαξιν των περιεχόντων τα διάφορα φάρμακα, φιαλών και αγγείων. Αντιληφθείς εγκαίρως πόσο δυσάρεστη ήταν στους πελάτες του η πόσις πικρών και δίσγευστων αφεψημάτων, κινδυνεύσας μάλιστα να κακοποιηθεί υπό κάποιου αγροίκου Ρουμελιώτου στρατιώτου, (ο οποίος έπασχε εκ δυσπεψίας και του χορήγησε αηδές καθαρτικό), θεώρησε προσφορώτερο δια της προσθήκης αλεύρου να καταστήσει ευποτώτερα τα ρευστά φάρμακα παρασκευάζοντας έτσι καταπότια (χάπια), με τα οποία γέμισε στο εξής τις προθήκες του καταστήματος. Από τότε κάθε προσερχόμενος στην Σπετσαρία (φαρμακείο) του Δετώρ Πασχάλη ελάμβανε άνευ χρονοτριβής, αντί μικρού αντιτίμου, το ζητούμενοφάρμακο για κάθε νόσο, σε καταπότια εντός συνήθως ξύλινου κυτίου. Η «θεραπευτική δύναμη » αυτών των χαπιών, τα κατέστησε περιζήτητα και δημοφιλή σε όλο τον λαό.

Δύο με τρία χρόνια όμως μετά την έναρξη της λειτουργίας του φαρμακοτριβείου οι ομογενείς από την Τεργέστη έστειλαν στο Ναύπλιο το 1825 τον Βονιφάτσιο Βοναφίν, ο οποίος ίδρυσε πλήρες φαρμακείο που λειτούργησε επί εβδομήντα χρόνια. Συγχρόνως συστάθηκε και τρίτο φαρμακείο υπό την διεύθυνση του Μιχ. Κωτσονόπουλου ο οποίος είχε ασκηθεί στην φαρμακευτική τέχνη στην Τρίπολη κοντά στον πρώτο ξάδελφό του Νικ. Πύρλα. Στα χρόνια του Καποδίστρια ο φαρμακοποιός Νικ. Ζαβιτσάνος, ο οποίος ακολούθησε τον ιδιαίτερο γιατρό του Καποδίστρια Ταγιαπιέρα ίδρυσε και τέταρτο φαρμακείο κοντά στον Ναό του Αγίου Γεωργίου.

Έτσι αραίωσε αισθητά η πελατεία του Δετώρ Πασχάλη καιστο τέλος το κτήριο όπου στεγαζόταν κατέληξε να γίνει καπνοπωλείο. Τα περιζήτητα όμως χάπια παρέμειναν παροιμιώδη για πολλά χρόνια συμβολίζοντας τα «παχιά λόγια» και τις κενές υποσχέσεις των δημαγωγών της εποχής εκείνης.

“Του Κωλέττη τα λόγια
και του Πασχάλη τα χάπια”
είναι οι παροιμιώδεις εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για τις κενές περιεχομένου υποσχέσεις των πολιτικών της εποχής.

Επιμέλεια Κειμένου
Μαρία Βασιλείου
Βιολόγος- Ωκεανογράφος

Πρόσθετες Πληροφορίες

213
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.