Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η «πασιτείνουσα» Ναυπλίου – Άργους / Ο Γρηγόριος Παλαιολόγου / Oι Μαλτέζοι αχθοφόροι (της Μαρίας Βασιλείου)

  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Το οθωµανικό κράτος, τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα, δεν έδειξε ιδιαίτερη µέριµνα για τη συγκοινωνία, η οποία παρέµενε παραµεληµένη, ιδιαίτερα σε σύγκριση µε τις εξελίξεις στη ∆ύση. Αµαξιτοί δρόµοι δεν υπήρχαν, παρά µόνο χωµατόδροµοι και µονοπάτια, που είχαν διαµορφωθεί από τα βήµατα των ζώων.

 Ο Friedrich Thiersch (Ειρηναίος Θείρσιος), Γερμανός φιλέλληνας και ουμανιστής φιλόλογος, που ήρθε στην Ελλάδα το 1831 και επιδόθηκε σε αρχαιολογικές μελέτες, ανέφερε ότι «… τα µονοπάτια δεν είναι χρησιµοποιήσιµα παρά για τους πεζούς και τα ζώα, και είναι εξάλλου πολύ σκληρά, γεµάτα χαλίκια και µπερδεύονται µεταξύ τους, έτσι που ο ταξιδιώτης βρίσκεται συχνάσταµατηµένος στην άκρη ενός καταρράκτη ή ενός γκρεµνού».

Κύριο χερσαίο µεταφορικό µέσο, ήταν τα ζώα, όπως τα άλογα, τα γαϊδούρια και οι καµήλες. Οι καµήλες χρησιµοποιούνταν στην Αθήνα στη δεκαετία του 1830, όπως επίσης εκατό χρόνια αργότερα σε άλλες πόλεις της Στερεάς Ελλάδας, για τη µεταφορά βαρύτερων φορτίων.

Οι πρώτες απόπειρες απογραφής, κατά την περίοδο του Καποδίστρια αναφέρουν ότι, το µικρεµπόριο µεταξύ των περιοχών της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών βασιζόταν σε 2.000 βάρκες και 40.000 γαϊδούρια. Το 1830 συντάσσοντας  µία επιστολή προς τους αντιπροσώπους των Μεγάλων ∆υνάµεω,ν για να ζητήσει τη συνδροµή τους, περιέγραφε τις ασχολίες των κατοίκων που ζούσαν στις περιοχές, από τις οποίες απαρτιζόταν το ελληνικό κράτος. Η επιστολή του αποτελεί γλαφυρό τεκµήριο για το βιοτικό και τεχνολογικό επίπεδο της εποχής:

 «Τα επαγγέλµατα που επικρατούν είναι ανάλογα µε την κατάσταση της περιοχής, το φυσικό περιβάλλο,ν καθώς και το βαθµό καταπίεσης που υπέστη ή υφίσταται ο λαός. Όσοι κατοικούν στα βουνά ασχολούνται µε την κτηνοτροφία ή τον πόλεµο. Όσοι κατοικούν στην πεδιάδα καλλιεργούν την εύφορη γη, εκτός και αν καταδιωχθούν, οπότε αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το άροτρο, να πάρουν τα όπλα και νααναζητήσουν ασφάλεια στα βουνά. Όσοι κατοικούν σε παράκτιες περιοχές και σε νησιά ασχολούνται µετη ναυσιπλοΐα και το εµπόριο».

Ο Καποδίστριας, φρόντισε να στρωθεί ο πρώτος δρόμος, που ήταν Ανάπλι- Άργος, εφτά χιλιόμετρα μάκρος.  Τότε φάνηκε κι η πρώτη άμαξα. Ήταν σε τύπο λεωφορείου με εφτά θέσεις, που το σέρνανε τρία άλογα. Έκανε τη συγκοινωνία  Ναυπλίου – Άργους, μέσα σε μιάμιση ώρα, κάθε πρωί και κάθε απόγευμα. Η διαδρομή αργούσε κάπως γιατί σταματούσαν στην Τίρυνθα και σε κανά δυο ενδιάμεσα χάνια, να ποτίσουν τα άλογα και να πιουν κανένα κρασάκι, οι επιβάτες. Τα μεταφορικά για κάθε άτομο ήταν ένας «φοίνικας». Ο επιβάτης όμως έπαιρνε δωρεάν και μια εφημερίδα, τη «Γενική εφημερίδα της Ελλάδος» για να διαβάσει στο διάστημα της διαδρομής.

Στην πρώτη αυτή άμαξα- λεωφορείο, ο γεωπόνος Γρηγόριος Παλαιολόγου, που διηύθηνε το πρωτότυπο θερμοκήπιο της Τίρυνθας, έδωσε το όνομα «Πασιτείνουσα», από μετάφραση του λατινικού «όμνιμπους».

Η σχετική αγγελία ,που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 3 Ιουνίου 1831 της «Γενικής Εφημερίδας  της Ελλάδος», για το πρώτο ιππήλατο λεωφορείο, αναφέρει τα εξής:

 «Η πασιτείνουσα (όμνιμπους) άμαξα του κ. Παλαιολόγου, πηγαινοέρχεται πλέον τακτικώς δις της ημέρας από Ναυπλίου εις Άργος.Η ανάπαυσις,την οποίαν ευρίσκει τινάς εις αυτό το όχημα παρακεινεί τους ταξειδιώτας να το προτιμούν από τους ίππους και ημίονους, οι οποίοι κατακουράζουν και κατασκονίζουν τους εκθεμένους εις τον ήλιον και την βροχήν επιβάτας. Ο κ. Παλαιολόγος έχοντας  διασκοπόν είσαξιν εις την Ελλάδα των αμαξών μάλλον, παρά το εξαυτών κέρδος επροσδιώρισεν εις ένα  μόνον φοίνικα την πληρωμήν του κάθε επιβάτου, ο οποίος προς τοις άλλοις ευρίσκει εις αυτήν την άμαξα συναναστροφήν και εφημερίδας ν’ αναγιγνώσκη…η πασιτείνουσα έχει 7 καθίσματα…»

 

 Τα ταξίδια επίσης  ήταν δύσκολα, επικίνδυνα και απρόβλεπτα. Οι ληστές αποτελούσαν µόνιµο κίνδυνο, και για λόγους ασφαλείας οι ταξιδιώτες οργανώνονταν σε οµάδες (καραβάνια). Το ταξίδι συντόνιζαν οι αγωγιάτες, οι οποίοι γνώριζαν τις διαδροµές και πάνω από όλα ήταν καλοί πολεµιστές. Τα ταξίδια πραγµατοποιούνταν κατά τους θερινούς µήνες, όταν δηλαδή το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Οι ταξιδιώτες ξεκινούσαν τα ξηµερώµατα, επειδή µετά από τις 8 το πρωί η θερµότητα του ήλιου ήταν ανυπόφορη. Κατά µήκος της διαδροµής υπήρχαν σταθµοί, όπου οι ταξιδιώτες µπορούσαν να αλλάξουν τα κουρασµένα άλογα. Οι καθυστερήσεις και οι µεταβολές του προγράµµατος αποτελούσαν συχνό φαινόµενο,είτε λόγω προβληµάτων στην παράδοση των ζώων είτε λόγω απρόβλεπτων φυσικών εµποδίων.

Στις περιπτώσεις όπου στη διαδροµή παρενέβαιναν ποτάµια και δεν υπήρχαν γέφυρες, οι αγωγιάτες εντόπιζαν τα ρηχάπεράσµατα και οδηγούσαν από εκεί τους ταξιδιώτες. Μία περιγραφή του F. Pouqueville (François Charles Hugues Laurent Pouqueville), Γάλλοy ιατρoύ, περιηγητή, διπλωμάτη, ιστορικού συγγραφέας, ακαδημαϊκού και σημαντικού φιλέλληνα, µας δίνει την εικόνα των ταξιδιών του 18ου αιώνα:

 Οι οδηγοί µου, Έλληνες, αφού φόρτωσαν και ξαναφόρτωσαν τα µπαγκάζια στ’ άλογα, βλαστηµώντας όλους τους άγιους του αγιολογίου, ζήτησαν την ευχή του αρχιεπισκόπου τους και µπήκαν επικεφαλής του καραβανιού. Μαζί ήρθαν και πολλοίέµποροι. Μόλις ξεκίνησε η συνοδεία,οι αγωγιάτες γύρισαν το κεφάλι για να µας ευχηθούν το ώρα καλή και πήραν το τραγούδι των καραβανιών.

Οι εµπειρίες των ξένων από το Ναύπλιο, δίνουν µια εικόνα για τις αστικές συγκοινωνίες της εποχής και τα πρώτα «ταξί»:

 

“… όταν ο καιρός ήταν άσχηµος, δεν υπήρχε κανένα µέσο για να περάσουµε µέσα από τα στενά και λασπωµένα σοκάκια και να πάµε σε µία βραδινή συναναστροφή. Έµενε να πας µονάχα µε τα πόδια. Και µε τις καλύτερες γαλότσες κολλούσε κανένας στη λάσπη και φορεία (παμφορεία) δεν υπήρχαν πουθενά. Η ανάγκη όµως γεννά εφευρετικότητα”.

Υπήρχαν τότε ακόµα στο Ναύπλιο Μαλτέζοι αχθοφόροι, που παίρνοντας χρήματα, ήταν έτοιµοι γιακάθε δουλειά. «Με το συµπατριώτη µου βαρόνο Πίµπρα κατοικούσαµε σε ένα χαρακτηριστικό στενό και βρώµικο σοκάκι. Μόλις ντυνόµασταν, φωνάζαµε από το παράθυρο «Μάλτα!» …Σχεδόν αµέσως εµφανίζονταν δύο ρωµαλέοι νεαροί Μαλτέζοι, και, φορτώνοντάς µας στους ώµους τους, µας πήγαιναν …στους σουαρέδες…».

 Όταν έφτασε ό βασιλιάς Όθωνας, έφερε μαζί του στ’ Άνάπλι και τήν αμαξά του. Δύσκολα όμως κυκλοφορούσε μέσα στα στρωμένα με γκαλντερίμι στενοσόκακα του  Ναυπλίου.

Αργότερα μιμήθηκε το βασιλιά κι ο  πρόεδρος της Αντιβασιλείας κόμης Άρμανσμπεργκ.  Η άμαξά του όμως, ήταν με έξοδα του ελληνικού κράτους κι έτσι μια και δεν την πλήρωσε ο ίδιος, φυσικό ήταν να είναι και πολυτελέστατη.

Ο ελληνικός τύπος τότε του «ρίχτηκε»για την σπατάλη της «Πασιτείνουσας», όπως είχε  βαφτίσει την άμαξα ο Παλαιολόγου.

Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας εκπονήθηκαν τα πρώτα σχέδια για την κατασκευή αµαξιτών δρόµων και κατασκευάστηκε ο δρόµος Ναυπλίου-Μυκηνών (1833), που κάλυπτε απόσταση περίπου τριών-τεσσάρων ωρών.

Όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα στην Αθήνα έκαναν εκεί την εμφάνιση τους κι οι πρώτες άμαξες που ήταν του παλατιού.

Άς αφήσουμε όμως κάποια παλατιανή να μας περιγράψει την τότε κατάσταση:

«Εις τους έφ’ αμάξης περιπάτους απαιτείται πράγματι ηρωισμός νά περιέρχεται τις έπί τεσσάρων τροχών, τάς διαφόρους οδούς και γωνίας τών Αθηνών, τάς πλήρεις σωρών λίθων και οικοδομήσιμου ύλης και τόσον στενάς ώστε νά καθίσταται δυσχερέστατη ή διάβασις αμάξης, αδύνατος δέ ή στροφή».

 

Μαρία Βασιλείου

Βιολόγος-Ωκεανογράφος

 

ΠΗΓΕΣ

Ιστορικά Ανέκδοτα του Τ. Λάπα

Ερευνητική εργασία: ο χώρος του υπεραστικού [2008], Έλλη Βασσάλου

Πρόσθετες Πληροφορίες

269

Έκθεση εικόνων