Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Ο ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΟΙ … ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ – Β’ Μέρος- ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΠΛΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΠΛΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην τοπική εφημερίδα ΝΑΥΠΛΙΑΚΗ ΗΧΩ το 1930.

Ο ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΟΙ … ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ

Β’ ΜΕΡΟΣ

Περίληψις προηγουμένου: Ό Ένωματάρχης Σταθόπουλος καί οι δυό καλόγεροι, άφού έρούφηξαν στου Κορηού άναρίθμητα κατοσταράκια και μισές κρασί, άκουσα τόν ήχο βιολιού και τα κρόταλλα καί τούς χορούς απ’ τό γειτονικό καφεαμάν τού Γιαννακόπουλου. Ό Σταθόπουλος ένθουσιάστηκε και οί καλόγεροι άναψαν καί έστριβαν διαρκώς τά βλέμματά τους πρός το μέρος απ’ όπου άκουγότανε ό ήχος τού “Βουργάρικου” καί τού τραγουδιού τών γυναικών.

 

Το καφεαμάν τού Γιαννακόπουλου ήταν άπέναντι στη ταβέρνα του Κορηού καί έπειδή ό δρόμος ήταν στενός τά βιολιά καί τά τραγούδια άκούγονταν πολύ καλά.

Ό Πουλαλάκιας ό βιολιτζής τού καφεαμάν έβαζε τα δυνατά του, ήταν στό φόρτε του. Το «Βουργάρικο» άναβε και τα σανίδια του πάλκου έτρεμαν.

Σέ μιά στιγμή ερώτησε ό Ενωμοτάρχης τόν Κορηό:

—Ή Άριστέα είνε αυτή, ρε Κορηέ, έννοώντας τή χορεύτρια.

— Ναι, κυρ Γιάννη μου άπάντησε ό Κορηός, ή Άριστέα η αμαναμακίρκο είνε…. |

“Ετσι έλεγαν τήν Άριστέα, περίφημη καφεσαντανίστρα της έποχής έκείνης άνά πάσαν την Ναυπλίαν καί μέσον Αργος.

Ωωωχ! Άριστέα μου!… εβροντοφώνησεν ό Σταθόπουλος.

0ι καλόγεροι έκοκκίνισαν λίγο άλλά δέν διαμαρτυρήθησαν. Μόνον ό Κορηός παρεκάλεσε.

—Σιγώτερα, κύρ Γιάννη, για τούς δεσποτάδες από δώ…

’Ο κυρ Γιάννης όμως όμως δέν έπερνε χαμπάρι:

—Σώπα, ρέ Κορηέ,καί οί παπάδες άνθρώποι είνε!

Και προσέθεσε άμέσως:

—”Ανοιξε ρέ, τη πίσω πόρτα ν’ άκούσουμε λιγάκι Πουλαλάκια. Έρημιά είνε , κανείς δέ βλέπει ..

Οί καλόγεροι διεμαρτυρήθησαν γιά τό άνοιγμα τής πόρτας, άλλ’ ό Γιάννης τούς πέρασε σε μια γωνιά τής ταβέρνας κι έκάθησε αυτός προς το μέρος τής πόρτας, ενώ ο Κορηός, πειθήνιος εις τάς διαταγάς τής εξουσίας, μισάνοιγε την πόρτα κι’ έχαμήλωνε τό φώς τής λάμπας.

Νέα «μισή» προσήχθη…

 Νά ίδής, κυρ Γιάννη,—είπε ο Κορηός γιά να δώση νέο θέμα όμιλίας—τι του έκαναν τού Πουλαλάκια τις προάλλες.

—Τι; ρώτησε ό ’Ενωματάρχης.

 Του έβαλαν κρυφά λάδι στο δοξάρι του βιολιού του, κι έκεί που ήταν έτοιμος νά βαρέση χορό — ή γυναίκα όρθια άπίκο γιά νά αρχίση — τραβάει δοξαριά, τίποτα!…. Ξανατραβάει, χειρότερα!….. Κυττάει … Λαδωμένο όλο το βιολί,..Νάβλεπες, κυρ Γιάννη, τον Πουλαλάκια, σκυλλί έγινε!… Τράβηξε το μαχαίρι. φωρτώθηκε μιάς παρέας που ‘χε υποψία, τους πήραν μέσα, μήν τά ρωτάς….

 Τί λες, μωρέ. είπε ο Σταθόπουλος, κι’ έσκασε στα γέλοια καί μαζύ του γέλασαν κι οι καλόγεροι καί όλη ή παρέα επήρε πιά εύθυμο τόνο, άρχισαν δέ κ’ οί καλόγεροι νά διηγούνται εύθυμα δικά τους άνέκδοτα.

Είπαμε ότι τα νιάτα δεν κρύβονται και γι’ αυτό σε λίγη ώρα και σιγά σιγά, πίνοντας, κουβεντιάζοντας καί γελώντας, οί νεαροί μας καλόγεροι βρέθηκαν άκριβώς απέναντι τής πόρτας της ταβέρνας ή οποία έβλεπε προς το καφενείο. Ο Γιάννης, μόλις το άντελήφθη αυτό, φώναξε ένα άπ’ τα διανυκτερεύοντα έξω του καφεαμάν· χαμίνια τής παραλίας, τό όποίον είχε κόλληση του στο τζάμι της πόρτας του καφεαμάν και κύτταζε μέσα με λαχτάρα, τρίβοντας με άφέλεια πίσω του τά δύο  ξυπόλητα και βρώμικα πόδια του:

—”Ανοιξε τή πόρτα, βρέ, του είπε.

‘Ο λουστράκος έξετέλεσε αμέσως τή διάταγή καί γιατι ήταν διαταγή Ενωματάρχου καί δή του Γιάννη, καί γιατί τον συνέφερε το άνοιγμα τής πόρτας για νά βλέπη ελεύθερα τον… Παράδεισο.

Το άνοιγμα της πόρτας το διαδέχθη μιά άγρια «φάπα» κατά τού χαμινιού. Το γκαρσόνι — γκαρσόνι καφεαμάν του παληού καιρού —  έχτύπησε τό μορτάκο γιατί έτόλμησε ν’ ανοίξη την πύλη τού Παραδείσου. Δέν ήξερε όμως ότι ή πόρτα ανοίχτηκε από τον νεαρόν άγγελον της Ναυπλιακής παραλίας,  κατ’ έπιταγήν τού Ένωματάρχου καί πρός τέρψιν τών αντιπροσώπων τού Υψίστου!..,

— 0 κυρ νωματάρχης διέταξε, ρε… διεμαρτυρήθη ο λουστράκος στό γκαρσόνι, τί βαρείς;…

Είς το άκουσμα του «κυρ νωματάρχης» τό γκαρσόνι κατέβασε τό χέρι του παύ ‘ταν έτοιμο για δεύτερη φάπα, κι έκύτταξε νά δή πού είνε ό *Ενωματάρχης.

—Νά, έκεί είνε……..έδειξε τό χαμίνι.

Τότε εΙδε τό γκαρσόνι τόν Σταθόπουλο καί :

—Καλησπέρα, κυρ Γιάννη, με τή παρέα σου, του είπε καί ή πόρτα του Παραδείσου ανοίχτηκε αμέσως διάπλατα.

Το πάλκο μέ τις χορεύτριες ήταν «φάτσα» καί οί σφριγηλοί καλόγεροι το έτρωγαν μέ τά μάτια. Ό Γιάννης ο Ένωματάρχης άντήλλασε σιωπηλούς χαιρετισμούς μέ γυναίκες | τού καφεαμάν, ή οποίες τον έκαλούσαν να μπει μέσα στο καφεαμάν. Εκείνος όμως, κάνοντας το σοβαρό, τούς διέταξε σιωπή, δείχνοντας ιμέ τρόπο το κώλυμα, δηλαδή τή παρέα του.

Στήν άρχη, καί ύπό το ημίφως τής ταβέρνας ή γυναίκες δέν καλοβλεπανε τούς καλογέρους, όταν όμως μετά τά νοήηατα του Γιάννη, έπρόσεξαν καλλίτερα, τούς άντελήφθησαν καί έγιναν ανάστατοι! Ό διάβολος κυνηγάει το ράσσο! Άρχισαν νά φωνάζουν δυνατά καί νά ποοσκαλούν μ’ έπιμονή τον Ενωματάρχη «μέ τη παρέα του”!.. Οι καλόγεροι υποχώρησαν τρομαγμένοι στο εσωτερικό τής ταβέρνας, γιατί—παρ’ όλην έξαιρετικά εύθυμη κατάστασι που διετέλουν — συναισθάνθήκαν τον επερχόμενον πλια κίνδυνον. Ό τρισκατάρατος όμως τους έκυνήγησε ώς τά τελευταία χαρακώματα….Ή πτερόπους καί πολυθέλγητρος Άριστέα μ’ ένα πήδημα εύρέθηκε  άπό τό πάλκο τού Γιαννακόπουλου στό κέντρον τής ταβέρνας τού Κορηοΰ!…

—Κλείσε τη πόρτα, βρέ Κορηέ, είπε, και φέρε μας νά πιούμε…. θά κεράσω έγώ….

Ο Κορηός, φοβισμένος στά σωστά από τη μετατροπή τής καταστάσεως, όχι μόνο έκλεισε’ τη πόρτα, άλλα καί την “αμπάρωσε», έσπευσε όμως να εκτελέση τη διαταγή τής Άριστέας για το κέρασμα έκ μέρους της.

Στο μεταξύ ό διαβολογιάννης ο Ένωματάρχης ατάραχος. έκανε τις σχετικές συστάσεις τής χορεύτριας καί των καλογέρων, οί οποίοι σιωπηλοί και κεραυνοβολημένοι, ζούσαν σάν σε όνειρο:

—Από δώ η Αριστέα η γαλιάντρα μας…

Από δώ οί Άγιοι! τάδε καί τάδε.

Οί φτωχοί Ιερωμένοι, ώχροί, ύπεκλίθησαν και εψιθύρισαν μερικά ακατάληπτα λόγια.

Άλλα ή Άριστέα τούς έδινε θάρρος:

— Μή φοβόσαστε! Στο καφεαμάν δέν είνε ψυχή! Ό Γιαννακόπουλος σέ λίγο θά κλείση. Εδώ δε μας βλέπει κανένας.

—Μη φοβόσαστε! έβροντοφώνησε καί ό Γιάννης, εγώ θά τά κανονίσω όλα.

Τα νεαρά ράσσα, βοηθούσης και της κρασοκατανύξεως, επήραν θάρρος και σε λίγο Αριστέα, Ενωματάρχης, Καλόγεροι καί Κορηός ετσούγγριζαν τά ποτήρια,  εγκαρδιώτατα. Ο Ενωματάρχης του διαβόλου εγέλασε όλος από ευχαρίστησι για τό κατόρθωμά του. Όπως είπαμε δε και στην αρχή, δεν ήταν κακός άνθρωπος.

Κάθε άλλο. ‘Αλλά είχε μιά άκατανίκητη μανία να σκαρώνη τέτοιες ιστορίες, η οποίες πολλές φορές κατέληγαν σε υπερβολές, όπως αυτή που διηγούμαστε. Ό Κορηός εχαμογέλαγε κάτω άπ’ τά μουστάκια του μέ την κακάστασι, άλλα ήτον καί φοβισμένος.

Ή Αριστέα, σιγά σιγά, , είχε άγκαλιάσει τον  Ένωματάρχη καί άρχισε νά τόν φιλάη, οπόταν ό μουσαφίρης καί  ό νεαρώτερος καλόγερος άρνισε κι αυτός νά μή βαστιέται πια καί νά μήν άντέχει στον πειρασμό. Έβαλε λοίπον τή ντροπή στη μπάντα και…..έβαλε χέρι στην Άριστέα. Το τι έπακολούθησε είνε αδύνατο νά περιγραφή!….

Περίληψις προηγουμένου: Ή χορεύτρια Αριστέα διέκρινε άπ’ τό καφεαμάν  του Γιαννακόπουλου τόν Ένωματάρχη καί τούς καλόγερους που κρυφοκύτταζαν απ’ τήν απέναντι μοισανοιγμένη πόρτα τής ταβέρνας τού Κορηού. Μ’ ένα πήδο βρέθηκε κι’ αύτή στού Κορηού, γνωρίστηκε μέ τούς καλόγερους, ήπιε μαζύ τους κρασί καί τούς έδωκε θάρρος νά γλεντήσουν εκεί μέσα. Γιά νά τούς σκανταλέψη περισσότερο αγκάλιαζε και φίλαγε τό Γιαννη, όπόταν ο μουσαφίρης καλόγερος μή άντέχοντας πιά στό πειρασμό έβαλε τή ντροπή στή μπάντα και…. τής έβαλε χέρι. Το τι έπηκολούθησε είναι , άδύνατον νά περιγραφή:

Ό μουσαφίρης καλόγερος ήταν πολύ νόστιμο παιδί καθώς καί ο σύντροφός του μαθητής τ’ Άναπλιού._ Ή Άριστέα άφηκε άμέσως τόν Ένωματάρχη καί βρέθηκε καθισμένη στά γόνατα του καλόγερου, τυλιγμένη στά ράσσα του καί χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.

Ό Άναπλιώτης — άς τόν πούμε — καλόγερος κεφωμένος στά καλά κι’ αυτός προσπαθούσε νά συγκρατήση το συνάδελφό του, άλλά η γόησσα και έξυπνη Άριστέα τόν άφώπλισε άμέσως:

—Ζηλεύεις έσύ, χρυσό μου; του είπε καί  τού άρπαξε τα γενάκια και τού τά χαΐδεψε.

Καί τότε γιά νά ικανοποίηση όλους τής παρέας, επήδησε όρθια, άνοιξε τή πόρτα και μέ φωνή πού έμοιαζε μέ διαταγή, έκάλεσε ολόκληρη τήν «κομπανία».

— Έδώ, κορίτσα, έφώναξε, σας θέλει ο Γιάννης, ελάτε

Τά «κορίτσα», πού είχαν έν τω μεταξύ πληροφορηθή περί τού ποιού τής μεταμεσονυκτίου παρέας τής ταβέρνας τού Κορηού, έτρεξαν όλα έν χορώ καί ώρμησαν μέσα………

Σέ λίγα λεπτά τής ώρας καθ’ ένας άπ’ τή παρέα, μηδέ τού Κορηού έξαιρουμένου, είχε κι’ άπό μιά στά γόνατά του. Τότε, «γιά νά  γίνη νταραβέρι καί στο καφεαμάν, οι καλόγεροι παράγγειλαν τώρα πιά μόνοι τους μπύρες καί λικέρ διάφορα, τά πράγματα «ανακατεύτηκαν» πολύ καί τό κέφι έφτασε στό απροχώρητο.

Τό γλέντι τής παρέας μας βάστηξε έως της 4 τό πρωΐ. Ήπιαν τόσο πολύ, ώστε άπόγιναν.  Τό ρίξαν στό χορό στις φωνές στά τραγούδια, που άναστατώθηκε όλη ή γειτονιά.

Τό τέλος τής ιστορίας αυτής ήταν πολύ τραγικό. Η εμφάνισις του Αστυνόμου μοιράρχου έσήμανε τό τέλος στό γλεντοκόπημα, άλλα καί τήν αρχή στά βάσανα.Όλοι ωδηγήθηκαν στή άστυνομία. Ό Σταθόπουλος έφαγε μιά γερή «καμπάνα», άλλά δεν έχασε όμως καί τά κέφια του. Μέτραγε μιά μιά τής ήμέρες τής ποινής του, γιά νά βγη πάλί έξω στά κέντρα του, νά συνάντηση τις παρέες του, | έτοιμος νά σκαρώση νέες φάρσες καί «άτιμίες». Ό μαθητής καλόγερος προσήχθη στό γυμνασιάρχη μαζύ μ’ ένα πύρινο έγγραφο τού άστυνόμου καί άπεβλήθη γιά πάντα άπ’ τό σχολείο. Με τό κεφάλι κάτου, ώχροκίτρινος, τράβηξε πρός τό έρημικό δωματιάκι του σ’ ένα στενοσόκακο τού άγ. Γιωργίου, έμάζεψε σ’ ένα μπογαλάκι τά ρούχα του καί τά βιβλία του και έγινε άφαντος….

Ό μουσαφίρης καλόγερος ώδηγήθηκε συνοδεία τό βράδυ στό βαπόρι καί τράβηξε γιά  τό μοναστήρι του νησιού τ’ Άργολικού πού έμενε. Έκεί μέ προσευχές καί δάκρυα ικέτευε τόν εξιλασμό του καί σ’όλη του τή μεπέπειτα ζωή δυό πράγματα τού έφερναν φρίκη καί αποτροπιασμό: Τό καταραμένο Άνάπλι καί τό άναθεματισμένο χωροφυλακίστικο κουμπί..

 


Τέλος

 

(για περισσότερες εικόνες του άρθρου πατήστε στον Εξωτ. σύνδεσμος FB που υπάρχει παρακάτω )

Πρόσθετες Πληροφορίες

248
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.