Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:
  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολυαγαπημένοι μου φίλοι ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ!!


Όπως σας υποσχέθηκα στο προηγούμενο αφήγημα μου, συνεχίζω και σήμερα την προσπάθεια μου να απαλύνω λίγο το ζόφο τον οποίο ζούμε με την ανάδρομη στο παρελθόν και τον τρόπο επικοινωνίας που είχαμε τότε.

 


Πριν όμως συνεχίσω την αφήγηση μου αυτή, θα ήθελα να αναφέρω μια ιστορία σχετική με πρόσφατη αλλαγή της ώρας, με σκοπό όχι να ευλογήσω τα γένια μου, αλλά σαν Έλληνας έδωσα ένα μάθημα στην κραταιά τότε ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία του ‘50, η ώρα στην Ελλάδα δεν άλλαζε (χειμερινή- θερινή) και ελάχιστοι γνώριζαν στην Ελλάδα τι σήμαινε η αλλαγή της ώρας. Η πολιτική ατμόσφαιρα τότε ήταν φορτισμένη σε σημείο αφάνταστο με τα γεγονότα στην ΚΥΠΡΟ. Είχε αρχίσει ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ εναντίων των Άγγλων και τίποτα άλλο δεν ακουγόταν παρά μόνο το όνομα ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ΔΙΓΕΝΗΣ, ΕΟΚΑ. Το δε μένος των Ελλήνων είχε φτάσει στο ζενίθ από τις συνεχείς αναφορές του τύπου σχετικά με το θέμα αυτό. Στην Αθήνα, λάμβαναν χώρα μαχητικές διαδηλώσεις της νεολαίας, συγκρούσεις με την αστυνομία, μποϊκοτάζ στα αγγλικά προϊόντα κλπ.
Ενώ αυτή η ατμόσφαιρα συνεχιζόταν, ένα καλοκαίρι επισκέφθηκε το μαγαζί μας στη Βασιλέως Κωνσταντίνου (σημερινό Circulo), ένας πολύ καλοντυμένος κύριος ο οποίος ζήτησε τον πατέρα μου. Όταν του τον υπέδειξε η Ουρανία εκείνος τον πλησίασε (είχα πλησιάσει κι εγώ και άκουγα από περιέργεια) του συστήθηκε ως ο πρώτος γραμματέας της Αγγλικής Πρεσβείας στην Αθήνα (ακούγοντας την ιδιότητα του εμένα, όπως και του πατέρα μου, μας «άναψαν τα λαμπάκια») και του ζήτησε μια συνέντευξη σχετικά με την πόλη μας. Ο πατέρας μου για να τον αποφύγει τον παρέπεμψε σε εμένα. Εγώ πλησίασα, συστήθηκα και τον οδήγησα στο βάθος του καταστήματος οπού ήταν το γραφείο του αδελφού μου ΝΙΚΟΥ. Αφού καθίσαμε, άρχισε να με ρωτάει διάφορα σχετικά με τη ζωή στην πόλη αποφεύγοντας επιμελώς να μου μιλήσει για το Κυπριακό. Σε νύξη δική μου σχετικά με το θέμα αυτό μου ζήτησε να μη συνεχίσουμε διότι κατά τη γνώμη του θα βρισκόταν σύντομα μια λύση η οποία θα ήταν ικανοποιητική και για τις 2 πλευρές. Μετά από πολλή συζήτηση για τη πόλη (μιλούσε απταίστως την Ελληνική), με ρώτησε τη γνώμη μου σχετικά με την Αγγλία και τι μου έχει κάνει εντύπωση περισσότερο. Τότε του απάντησα ότι δεν γνωρίζω πολλά για τον τρόπο ζωής στην Αγγλία καθότι δεν είχα ταξιδέψει στο εξωτερικό. Εκείνο που με έχει εντυπωσιάσει πολύ, του είπα, είναι το BBC, και του εξήγησα ότι ο αδερφός μου το παρακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια στην κατοχή με και συνωμοτικό τρόπο εν συνεχεία ενημέρωνε το Ναυπλιακό λαό, κάτι το οποίο απαγορευόταν αυστηρά από τα στρατεύματα κατοχής και είχε τα γνωστά αποτελέσματα για τον ίδιο.
Εγώ συνέχισα να είμαι φανατικός ακροατής του BBC μέχρι και σήμερα. Αυτά όλα τα άκουγε ο συνομιλητής μου με μεγάλη ικανοποίηση και με ένα πλατύ χαμόγελο. Υπόψην ότι οι Άγγλοι είναι τρομερά υπερήφανοι για την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα του BBC αλλά και για τη σχολαστικότητα με την οποία μεταδίδουν τις ειδήσεις του. Αλλά, του είπα, έχω την εντύπωση ότι κάνει ένα λάθος το BBC. Εμειδίασε και μου είπε, «δε νομίζω κ. Λάμπρου να κάνει λάθος το BBC αλλά πείτε μου, που είναι το λάθος». Τότε του απάντησα εγώ: «Τώρα στην Αγγλία δεν έχετε θερινή ώρα;». «Ασφαλώς», μου απάντησε. Τότε εγώ συνεχίζω και του λέω: «Γιατί τότε το BBC αρχίζοντας τη μεσημβρινή του εκπομπή (την οποία αναμετέδιδε ο σταθμός των Αθηνών) αρχίζει με τη φράση ΕΔΩ ΛΟΝΔΙΝΟ, 12.15 ΩΡΑ ΑΓΓΛΙΑΣ, 14.15 ΩΡΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ενώ έχετε θερινή ώρα;». Μόλις άκουσε αυτά το χαμόγελό του πάγωσε και φανερά προβληματισμένος μου είπε: «Λάθος κάνετε κ. Λάμπρου». Του απάντησα ότι δεν κάνω λάθος και ότι εάν θέλει να το διαπιστώσει μπορεί να γευματίσει στο μοναδικό τότε εστιατόριο στην πλατεία Συντάγματος (ΕΛΛΑΣ) στο οποίο είχαμε πουλήσει ένα ραδιόφωνο και μετέδιδε το σταθμό των Αθηνών. Αφού τελειώσαμε τη συζήτηση, με αποχαιρέτησε και με ευχαρίστησε για το χρόνο που του διέθεσα και εγώ ανταπέδωσα. Τότε εγώ, μόλις έκλεισε το μαγαζί, πήγα σφαίρα στο σπίτι και κρεμάστηκα από το ραδιόφωνο για να ακούσω την εκπομπή των 14.15 στην οποία ακούστηκε όπως ακριβώς του τα είχα πει. Στις 16.30 κατέβηκα να ανοίξω το μαγαζί (τότε δεν υπήρχαν συνεχή ωράρια). Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν είδα πως μαζί με όλο το προσωπικό που περίμενε ήταν και ο γραμματέας της Αγγλικής Πρεσβείας. Δεν είχε φύγει όπως μου είχε πει. Άνοιξα το μαγαζί, μπήκε το προσωπικό και του έκανα νόημα να περάσει και αυτός μέσα. Αυτός μπήκε μέσα, και, με ύφος πολύ διαφορετικό από το πρωινό, μου είπε «ήθελα να σας παρακαλέσω, όπως όταν ανεβείτε στην Αθήνα (βγάζει από το σακάκι του μια κάρτα με το όνομα του, την ιδιότητα και τη διεύθυνση της Πρεσβείας και μου τη δίνει) να έρθετε να με συναντήσετε στην Αγγλική Πρεσβεία που είναι…» εκεί τον σταματάω εγώ και του λέω «ξέρω πολύ καλά που είναι η Αγγλική Πρεσβεία (και πώς να μη ξέρω αφού είχαν γίνει τέρατα και σημεία -απόπειρες εμπρησμού, λιθοβολισμοί, καθημερινές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία)» και μου λέει εν συνεχεία «θα δείξετε την κάρτα μου στο θυρωρείο και αυτοί θα σας φέρουν αμέσως στο γραφείο μου». Πήρα την κάρτα, με αποχαιρέτησε με θερμότητα, και έφυγε.
Περίμενα όμως εναγωνίως την αυριανή εκπομπή του BBC για να ακούσω τι θα πουν. Και πραγματικά με μεγάλη μου αγαλλίαση ακούω «ΕΔΩ ΛΟΝΔΙΝΟ 13.15 ΩΡΑ ΑΓΓΛΙΑΣ, 14.15 ΩΡΑ ΕΛΛΑΔΟΣ». Αυτά όλα που σας έγραψα, θέλω να το πιστέψετε, δε τα έγραψα για να αυτό-επαινεθώ αλλά σαν Έλληνας εκείνες τις χαλεπές μέρες κατάφερα και εγώ ένα καίριο χτύπημα στην αξιοπιστία του BBC, το Θεό των Εγγλέζων.
Περιττό να πω ότι ποτέ δεν πήγα στην Πρεσβεία να τον συναντήσω. Όπως διάβασα δε στις εφημερίδες μετά από μερικούς μήνες, ο γραμματέας αυτός της Πρεσβείας είχε μπλεχτεί σε κάποια σκοτεινή υπόθεση σχετική με το Κυπριακό και έφυγε νύχτα από την Ελλάδα.
Και τώρα επανέρχομαι στο αρχικό μας θέμα. Είχαμε μείνει στο ότι αποφασίστηκε να γίνει αυτόματο κέντρο επικοινωνιών στο Ναύπλιο, και είχε αρχίσει ο εργολάβος το σκάψιμο των πεζοδρομιών (διότι εκεί περνούσε τις υπόγειες γραμμές του τηλεφώνου), όχι βεβαία όλα τα πεζοδρόμια, αλλά ορισμένες αρτηρίες όπως τις έλεγαν τότε, και ταυτόχρονα όπου ολοκλήρωνε το δίκτυο εγκαθιστούσε σε όσους είχαν υποβάλλει αιτήσεις τη νέα τηλεφωνική συσκευή (με δίσκο επιλογής πλέον αντί για τα καβουρντιστήρια). Φυσικά τα τηλεφωνά απλώς ήταν νεκρά και περιμέναμε πότε θα λειτουργήσουν.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ότι ο εργολάβος δεν έκλεινε τα ορύγματα που είχε ανοίξει στα πεζοδρόμια και σε ορισμένους δρόμους, με αποτέλεσμα τη δύσκολη πρόσβαση στα μαγαζιά και στα σπίτια στα σημεία που περνούσε η αρτηρία αυτή. Σαν αποτέλεσμα υπήρχε μεγάλη αγανάκτηση, και στα μαγαζιά και στα σπίτια, γιατί αυτή η κατάσταση κρατούσε μήνες. Αυτό γινόταν, διότι για να κλείσουν τα ορύγματα έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί η γραμμή και γίνει η δοκιμαστική λειτουργία, έτσι δικαιολογήτο ο εργολάβος για την καθυστέρηση.
Επιτέλους ήρθε η πολυπόθητη μέρα που ολοκληρώθηκαν οι συνδέσεις και έγιναν οι απαραίτητες δοκιμές, συνδεθήκαμε κι εμείς οι παλαιοί συνδρομητές διατηρώντας τον ίδιο αριθμό με μόνη προσθήκη ένα 3 μπροστά διότι όλα τα νούμερα (παλιά και νέα) έπρεπε να γίνουν από διψήφια που ήταν τριψήφια. Όλοι περιμέναμε τη στιγμή που θα άρχιζε η επικοινωνία. Υπόψην ότι τα τηλέφωνα επικοινωνούσαν μόνο μεταξύ τους και ήταν δωρεάν ασχέτως χρόνου ομιλίας. Επιτέλους, η πολυπόθητη ημέρα ήρθε. Τα όνειρα θα γινόντουσαν πραγματικότητα. Ο καθένας από τη σκοπιά που τον ενδιέφερε. Οι νέοι επιτέλους θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν εμπιστευτικά με τις κοπέλες των ονείρων τους και οι μεγαλύτεροι (έμποροι, γιατροί, δικηγόροι) θα μπορούσαν να έχουν άμεση επικοινωνία με τους πελάτες τους. Αμ δε, κανείς δε φανταζόταν το τι θα επακολουθούσε.
Την πρωία μιας Δευτέρας ήρθε το σήμα στα τηλέφωνα, σημείο ότι πλέον λειτουργούσαν. Αυτό που δεν περίμενε κανείς ήταν να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και να επακολουθήσει βωμολοχία απιστεύτου διαστάσεως (πάντα με σεξουαλικά υπονοούμενα) με το άνοιγμα το τηλεφώνου. Επωφελούμενης της ανωνυμίας, ορισμένοι (δυστυχώς πολλοί), επιδίδοντο σε έναν οχετό βωμολοχιών. Σηκώνοντας το ακουστικό και πριν προλάβεις να πεις εμπρός, σε λούζανε από την κεφαλή ως τα πόδια. Αν δε τολμούσες να απαντήσεις άκουγες τα διπλάσια… μπινελίκια. Δεν υπολόγιζαν τίποτα. Έφτασαν μέχρι και τον επίσκοπο της πόλεως τον αείμνηστο ΤΑΒΛΑΔΟΡΑΚΗ (επειδή τα τηλέφωνα ήταν λίγα ήταν εγκατεστημένα πρώτα στα γραφεία των αρχών της πόλης), και τι δε του είπαν από αισχρολογίες. Όχι μόνο οι αρχές, αλλά και τα καταστήματα δεν τολμούσαμε να σηκώσουμε το ακουστικό, ορισμένοι δε αψίκοροι σήκωναν το ακουστικό και πριν ακούσουν με ποιόν μιλάνε άρχιζαν αυτοί πρώτοι τα… κοσμητικά επίθετα, όταν δε τελείωναν, ανακάλυπταν έντρομοι ότι πρόκειται για σοβαρό τηλεφώνημα, ίσως και από προϊστάμενο τους, και δεν ήξεραν πώς να δικαιολογηθούν. Ξέχασα να πω ότι γίνονταν και τηλέφωνα-φάρσες (όπως στο δικό μας μαγαζί παραγγελίες για τούρτες), ακόμα και στην πυροσβεστική. Έτσι, εκείνοι αναγκάστηκαν να βρουν ένα τρόπο (επαλήθευση του τηλεφώνου) ώστε να αποφεύγουν τις άσκοπες εξορμήσεις. Όχι για μέρες, αλλά για μήνες, η σοβαρή επικοινωνία ήταν δύσκολη. Με τον καιρό εκόπασε και μπόρεσαν πλέον τα τηλέφωνα να είναι ένα ευχάριστο αγαθό του πολιτισμού.
Αυτά για σήμερα, και όπως έγραψα και στην προηγούμενη αφήγηση, θεού θέλοντος και κορονοϊού επιτρέποντος σε λίγο καιρό θα τα πούμε πάλι.
Με πολλή αγάπη,
ΛΟΥΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

 
 
 
182
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.