Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:
  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

 

Καλησπέρα σας αγαπημένοι μου φίλοι!!!!
Σήμερα θα δεν θα ασχοληθούμε με συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά θα κάνουμε ένα pot pourri (κατοχική και μετακατοχική έκφραση κυρίως στον μουσικό χώρο), από γεγονότα της παιδικής μου και εφηβικής μου ηλικίας, όχι για προβολή μου αλλά μόνο και μόνο γιατί καθρεφτίζουν γεγονότα της εποχής της κατοχής και μετέπειτα.
Το πρώτο γεγονός, αφορά τις συνθήκες που με έφεραν σε επαφή με το μικρόφωνο, το οποίο μετά έγινε βίωμά μου.
Ήταν 1942 (κατοχή Ιταλών) όταν ένα απόγευμα, ήμουνα μέσα στο μαγαζί του πατέρα μου, στο μεγάλο δρόμο, άκουσα από μακριά έναν μουσικό ήχο, που όσο πήγαινε και δυνάμωνε με μεγάλη ένταση. Όπως καταλαβαίνετε πεταχτήκαμε όλοι έξω να δούμε τι είναι αυτό; Βλέπουμε λοιπόν να έρχεται από το δικαστικό Μέγαρο, σιγά, σιγά με εγκατεστημένα δύο μεγάφωνα πολύ μεγάλης ισχύος ένα κλειστό φορτηγό, πίσω του είδαμε ένα χαμό από κόσμο να το ακολουθεί. Αυτό το ασύλληπτο θέαμα να μεταδίδεται μουσική από εν κινήσει αυτοκίνητο –έως τώρα εμένα τουλάχιστον που οι γνώσεις μου ήταν πρωτοποριακές λόγω της ενασχόλησής μου με τα ραδιόφωνα και τα ραδιοπικάπ που πουλούσαμε -αν και ελάχιστα στα καφενεία- (όπως στον Μανιταρά, που το βάλαμε όπως έχω ξαναγράψει να λειτουργήσει και πέρασε σχεδόν όλο το Ναύπλιο να δει το «κεφάλι» που μιλάει…. δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι μιλάει το κουτι….)- ήταν για όλους μια αποκάλυψη και κάτι πρωτοφανές όχι μόνο για το Ναύπλιο αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια. Μόλις το φορτηγό πέρασε μπροστά από το μαγαζί μας, προστέθηκα και εγώ στο πλήθος της συνοδείας. Το αυτοκίνητο έφτασε σιγά σιγά στην πλατεία Συντάγματος και γύρισε μπροστά στο μουσείο, ώστε τα μεγάφωνα να βλέπουν προς το «Τριανόν». Τότε άνοιξε η πόρτα –εμένα πλέον είχε φτάσει η περιέργειά μου στο ζενίθ- κατέβηκε ο οδηγός και η μουσική συνεχιζόταν από το πικάπ που ήταν δίπλα του, στηριζόμενο σε ελατήρια πάνω κάτω ώστε να μην «παίζει» η βελόνα. Ο οδηγός με ανοιχτή πλέον την πόρτα ανέβηκε στο φορτηγό και χαμήλωσε την ένταση και λέει ιταλικά (όλος ο κόσμος τότε ψιλοκαταλάβαινα ιταλικά) ότι το βράδυ θα γίνει κινηματογραφική προβολή ταινίας ….. (άλλο υπερθέαμα που ξέραμε τότε ήταν το Τριανόν και τον καμπούρη). Εμένα, λοιπόν ο ιταλός, με είχε σταμπάρει, γιατί τον έτρωγα με τα μάτια, τότε μου κάνει νόημα να τον πλησιάσω. Τον πλησίασα τρέμοντας. Και μου λέει καταλαβαίνεις ιταλικά; Του απαντώ και εγώ πόκο πόκο (λίγο) μου λέει τότε αυτός, Θέλω να πεις στο μικρόφωνο και μου δείχνει το μικρόφωνο που μιλούσε πριν, θα γίνει προβολή πολεμικής ταινίες γύρω στις 8 με 9 το βράδυ –καλοκαίρι ήταν- (δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς) όσοι θέλουν μπορούν να την παρακολουθήσουν δωρεάν στην πλατεία. Μόλις τελείωσε μου λέει καπίσι; Ναι σι του λέω, πες τότε μου λέει με κλειστό το μικρόφωνο τι θα πεις. Εμένα μου είχε στεγνώσει το στόμα από την αγωνία. Και υπό τα μοχθηρά βλέμματα, των φίλων μου, που είχε διαλέξει ο ιταλός εμένα και όχι αυτούς, λέω ότι ακριβώς μου είπε. Ωραία μου λέει, τότε με το τρία θα μιλήσεις. Παίρνω λοιπόν βαθιά εισπνοή εγώ και το λέω … ευτυχώς μονορούφι και καλά υπό το άγρυπνο βλέμμα του ιταλού μην και πω τίποτα άλλο. Όταν τελείωσα μου λέει γκράτσια, και φεύγω τρέχοντας και πάω στο μαγαζί του πατέρα μου οι οποίοι είχαν ακούσει τη φωνή μου στα μεγάφωνα και είπαν «ο Λούης μιλάει» ήμουν το πρόσωπο της ημέρας!!!! Το βράδυ στην πλατεία γινόταν χαμός από τον κόσμο, η ταινία ήταν προπαγανδιστική και προσπαθούσε να τονώσει την ψυχολογία των ιταλών στρατιωτών.
Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη μου επαφή -στα δώδεκα- με μικρόφωνο και μεγάφωνο. Εννοείτε τις «ψιλές» καρπαζιές δεν τις γλύτωσα από τους φίλους μου και τους δικούς μου.
Το δεύτερο γεγονός, που θα αναφέρω, έγινε πολύ αργότερα. Έγινε στην επταετία της δικτατορίας (1967-1974).
Εγώ πλέον βετεράνος, με πλήρη εξοπλισμό μικροφωνικό και μεγαφωνικό, κάλυπτα ομιλίες εκδηλώσεις κ.α Παντού με φώναζαν ασχέτως παρατάξεων, με το αζημίωτο βέβαια, αν και μερικές φορές είχα και «τρακαντόρ».
Εκείνη την εποχή, με προτροπή της κυβερνήσεως γυρίζονταν ταινίες εθνικού περιεχομένου. Με θέμα τους νικηφόρους πολεμικούς αγώνες των παλιότερων ετών έως σήμερα. Μια τέτοια ταινία γυριζόταν στο Τολό, και το θέμα της ήταν ο Τρωικός πόλεμος, ήταν ξένη παραγωγή με ξένους ηθοποιούς. Πάρα πολλές σκηνές γυρίζονταν στην «ψιλή άμμο», η οποία περιοχή ήταν έρημη τότε, όπως και το Τολό, είχε κανά δυο ξενοδοχεία μόνο όπως π.χ. ο Σόλωνας. Για τις ανάγκες λοιπόν της ταινίας, είχαν στήσει έναν πύργο πελώριο σε ύψος και είχαν φτιάξει επίσης ένα «εργαστήριο-μια μεγάλη παράγκα», με όλα τα κομφόρ για να φτιάχνουν όλα τα εργαλεία για την ταινία. Από κομπάρσους; Ας είναι καλά το ΚΕΜΧ, που είχε αδειάσει. Όπως καταλαβαίνετε επρόκειτο για μια σοβαρή και ακριβή παραγωγή. Όλα τα είχαν προβλέψει λοιπόν οι παραγωγοί, πλην από ένα απρόοπτο γεγονός, το οποίο ήταν το εξής: Κατά τη διάρκεια γυρίσματος μιας σκηνής απόβασης, ο σκηνοθέτης με τους βοηθούς του μπήκαν μέσα σε μια βάρκα και με τις ντουντούκες διεύθυνε το γύρισμα. Αλλά δεν ξέρω τι συνέβη εκεί πέρα και έγινε μια αναταραχή στη βάρκα, με αποτέλεσμα, να πέσουν όλοι μέσα. Οι ντουντούκες τότε πήραν νερό και αχρήστεψαν, οπότε πώς να συνεχίσουν; Με τη φωνή δεν γινόταν δουλειά, χρόνος δεν υπήρχε, γιατί το κόστος μεγάλωνε. Τότε κάποιος από το Τολό πετάχτηκε και είπε «υπάρχει κάποιος στο Ναύπλιο που έχει τέτοια πράγματα». Οπότε καβαλάνε ένα ταξί και με ιλιγγιώδη ταχύτητα έρχονται και σταματάνε έξω από το μαγαζί και ρωτάνε ποιος είναι ο Λούης; Λέω εγώ έχεις μικροφωνικές εγκαταστάσεις; Λέω έχω τι τις θέλετε; Λέει για το Τολό για μια ταινία. Λέω εγώ μα είναι για εκδηλώσεις. Δεν πειράζει μου λένε πάρτα και φέρτα λέω δεν μπορώ να τα βάλω στο ταξί θα τα φέρω με το αυτοκίνητό μου εντάξει μου λένε. Μπροστά το ταξί πίσω εγώ, φτάνουμε στη ψιλή άμμο. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα….. μου λένε ότι η μικροφωνική εγκατάσταση θα γίνει στο επάνω μέρος του πύργου όπου εκεί θα είναι ο σκηνοθέτης και από κάτω τα μεγάφωνα. Και τότε λέω εγώ ποιος θα κάνει τη σύνδεση εκεί πάνω; Μου λένε δείξε μας και θα τα ανεβάσουμε εμείς. Είχαν εκεί ένα καλάθι όπως τα Μετέωρα και τα ανέβαζαν από εκεί. Προσπάθησα να τους δείξω πως τα συνδέουμε μαζί με έναν ηλεκτρολόγο που είχαν. Δεν γινόταν όμως δουλειά. Μου λένε τότε πρέπει να ανέβεις και εσύ. Εγώ μέσα στην βλακεία μου και την περιέργειά μου ανέβηκα…. Στην αρχή πήγαιναν καλά τα πράγματα αλλά μόλις κοίταξα κάτω… αγρίεψα, φοβήθηκα, τρόμαξα και παρόλο που ήταν καλοκαίρι με έκοψε κρύος ιδρώτας. Αυτοί το κατάλαβαν και μου φώναξαν μην κοιτάς κάτω μην κοιτάς κάτω. Σφίγγοντας τα δόντια, έφτασα πάνω στο πλάτωμα που είχαν φτιάξει. Τα ένωσα λοιπόν και λειτούργησαν όλα καλά σαν ρολόι. Αυτοί δε που ήταν πάνω φώναζαν μπράβο μας έσωσες!!!! Εδώ να σας πω ότι το θέαμα από εκεί πάνω ήταν φαντασμαγορικό. Αφού είπα του ηλεκτρολόγου, πως θα τα ξεσυνδέσει, κρέμασα τα πόδια και άρχισα να κατεβαίνω με τις φωνές των από κάτω να λένε μην κοιτάς κάτω. Καμιά φορά κατέβηκα κάτω και έπεσα πάνω σε κάποιες καρέκλες που είχαν εκεί και έκανα μισή ώρα να συνέλθω.
Τότε ένα παιδί, από κάτω, βλέποντάς με έτσι μου λέει θα σου πω μια ιστορία που συνέβη χθες για να συνέλθεις. Λοιπόν χθες σε μια σκηνή σπαθομαχίας, (με κασκαντέρ επαγγελματίες λεβεντόπαιδα) έπρεπε ο ένας ηθοποιός να σηκώσει το σπαθί ψηλά και να το φέρει με δύναμη στο κεφάλι του άλλου, αλλά αυτός αμυνόμενος έπρεπε να είχε σηκώσει το ακόντιο πάνω από το κεφάλι του. Ο σκηνοθέτης είπε να χτυπήσει με τόση δύναμη το σπαθί στο ακόντιο ώστε να βγάλει φωτιές. Τότε λοιπόν στο γύρισμα της σκηνής αυτής σηκώνει ο ηθοποιός το σπαθί με τέτοια δύναμη που το ακόντιο κόπηκε στα δύο και το σπαθί χώθηκε στην άμμο και πέρασε ξυστά πάνω από το σώμα του άλλου, αν για ελάχιστα εκατοστά δεν έκανε πίσω θα τον κομμάτιαζε, μείναμε όλοι άφωνοι, όταν συνήλθαμε, σηκώνετε ο ηθοποιός (που ήταν δυο μέτρα) που είχε το σπαθί και πάει μέσα στο εργαστήριο και χωρίς κουβέντα αρπάζει τον «ειδικό» που είχε φτιάξει το ακόντιο και του κατεβάζει μια γροθιά στη μούρη που τον έστειλε νοκ άουτ. –όπως μου είπε ο φίλος μου του έγραψε σαράντα κάσα- δεν ξέρω τι είναι αυτό, αλλά ξέρω ότι τις έφαγαν όλοι όσοι ήταν στο δρόμο του, και μη έχοντες διαφυγή αφού είχε κλείσει την πόρτα, άρχισαν να πηδάνε σαν τις κότες από τα παράθυρα για να σωθούν από τον μαινόμενο κασκαντέρ.
Αυτό το γεγονός, τότε συζητιόταν όχι μόνο στο Τολό αλλά και στο Ναύπλιο για πολύ πολύ καιρό.
Κλείνοντας, το σημερινό αφήγημά μου –ελπίζω να μην σας κούρασα, αλλά να μετέφερα το πνεύμα της εποχής εκείνης- θα απευθυνθώ στον αγαπητό φίλο μου ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΠΑΥΛΟ, ο οποίος δημοσίευσε πρόσφατα μια φωτογραφία με δυο παλιούς ναυπλιώτες και ρωτούσε για τον έναν από τους δύο μήπως ήταν ο γνωστός τύπος του παλαιού Ναυπλίου ΜΕΛΕΤΗΣ; Αμέσως όμως απάντησε ο επίσης αγαπητός Γ. ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ, ο οποίος ξέρει και τα «κουτάλια» της πόλεως και το μνημονικό του εκτός των άλλων χαρισμάτων είναι αφάνταστο και είπε ότι ο εικονιζόμενος είναι ο επίσης παλαιός τύπος του Ναυπλίου ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΑΤΙΝΙΩΤΗΣ.
Εδώ θα απαντούσα και εγώ ότι δεν είναι ο ΜΕΛΕΤΗΣ. Αλλά επί τη ευκαιρία που αναφέρθηκε το όνομά του, θεωρώ υποχρέωσή μου να γράψω για αυτόν τον άνθρωπο, ότι ήταν ο πιο αξιοπρεπής από πολλούς μεγαλόσχημους Ναυπλιώτες, παρόλο που ζητιάνευε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αυτός ουδέποτε ζητούσε κάτι, μόνο σε κοιτούσε, φορώντας εκείνη την περιβόητη καπαρντίνα χειμώνα καλοκαίρι, αν το έκανες νεύμα ή χειρονομία να έρθει πλησίαζε αλλιώς δεν πλησίαζε. Ήταν δε πάντα πρόθυμος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά του ανέθετες. Αυτό δυστυχώς το εκμεταλλεύονταν ορισμένοι συνάδελφοι έμποροι και του έδιναν ελάχιστα σε σύγκριση με τι τον έβαζαν να κάνει. Ήτο δε τέρας μορφώσεως, πολλοί έλεγαν ότι για αυτό του σάλεψε, άλλοι έλεγαν ότι ήταν από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Η συνήθης δικαιολογία της εποχής εκείνης….. ποιος ξέρει…. Τη μόρφωσή του, την είχα διαπιστώσει εγώ ο ίδιος, ακούγοντάς τον να περνά μια φορά το δρόμο, έξω από το μαγαζί του πατέρα μου, με ένα ιταλό αξιωματικό και να συνομιλούν μαζί άπταιστα λατινικά.

Αυτά για απόψε καληνύχτα σας, με αγάπη
ΛΟΥΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

185
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.