Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:
  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Καλησπέρα σας

Σήμερα θα ασχοληθώ με ένα προσφιλές θέμα της περιοχής μας, αλλά προτού μπούμε στο θέμα μας, θα ήθελα να δώσω κάποιες εξηγήσεις, σχετικά με την προηγούμενη αναφορά μου με θέμα «αξιοποίηση του λιμανιού». Είχα πολλές επικοινωνίες και μου παρατέθηκαν διάφορες απόψεις σχετικά με το ανωτέρω. Περιληπτικά θα αναφερθώ σε μερικά από αυτές.
Οι τρεις κύριες καλοπροαίρετες αντιρρήσεις και υποδείξεις, από πολύ καλούς φίλους, τους οποίους ευχαριστώ πολύ, που ασχολήθηκαν με τις απόψεις μου είναι: 1ον Πολλοί επαΐοντες της πόλεως, με μεγάλη πείρα σε αυτά τα θέματα, προσφέρθηκαν να εμπλουτίσουν τις απόψεις μου ώστε να τεκμηριώσω αυτό το θέμα με περισσότερες πληροφορίες. Βέβαια εγώ δεν θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, διότι κατ΄ εμέ το θέμα αυτό είναι τεράστιο και χρήζει ειδικών επιστημών και χειρισμών που δεν διαθέτω, φυσικά είναι δεκτή κάθε άποψη επί του θέματος αυτού. 2ον Πολλοί έφεραν αντιρρήσεις –μεταξύ αυτών και συγγενικό μου πρόσωπο, που κάνει διατριβή στο εξωτερικό- και εξέφρασαν την άποψη μήπως με τα έργα αυτά, -εις το όνομα του κέρδους-, αλλοιώσουν το «χρώμα» της πόλεως. Τους διαβεβαιώνω, ότι οι προτάσεις μου πάντα περικλείουν την «ψυχή» του Ναυπλίου αναλλοίωτη και απλά προτείνω την «ψυχή να την «παντρέψουν» με την πρακτικότητα των έργων. Θα μου πείτε δύσκολο, αλλά νομίζω ότι με καλοπροαίρετες ενέργειες πάντα βρίσκονται λύσεις. 3ον Πολλοί μου είπαν καλύτερα να μην σχολούμε με τα τρέχοντα ζητήματα, αλλά να ασχολούμαι μόνο με το προσφιλές σε εμένα θέμα των αναμνήσεων. Τους απαντώ «άχρι τούδε» (με έπιασε το εκκλησιαστικό μου) αυτό…… θα γίνει, αν και νομίζω, ότι και εμένα με «γαργαλάει» (όπως ανάφερε και ο πρωθυπουργό μας πρόσφατα, και μου άρεσε η λέξη και την δανείζομαι ) η επικαιρότητα και δεν ξέρω αν θα κρατήσω τον λόγο μου.
Τώρα θα μπω στο σημερινό μου θέμα, στο οποίο θα αναφέρω πως εορταζόταν η εορτή της Ευαγγελιστρίας στην περιοχή μας, τα εφηβικά μου χρόνια.
Η καρδιά της εορτής αυτής, ήταν η εκκλησία στο ύψωμα της Πρόνοιας, όπως είναι και σήμερα. Οι Προνοιώτες ήταν περήφανοι, για την εορτή τους, μιας και για αυτούς αποτελούσε κοσμοϊστορικό γεγονός, όπως και για όλο το Ναύπλιο και τη γύρω περιοχή φυσικά. Τα σπίτια, από μήνες πριν βάφονταν και στολίζονταν για να είναι έτοιμα εκείνη τη μέρα.
Από την προ παραμονή άρχιζαν να καταφθάνουν στο Ναύπλιο «λεφούσια», όταν λέμε «λεφούσια», εννοούμε κόσμο και κοσμάκι από την ενδοχώρα. Ο κόσμος τότε δίψαγε για γιορτές, αφού οι τοπικές γιορτές και τα πανηγύρια ήταν η μονή τους διασκέδαση. Αυτό το πλήθος του κόσμου, την παραμονή συναγωνιζόταν ποιος θα πρωτοπάει στην Ευαγγελίστρια (τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα) για να πιάσει θέση στα πάμπολλα κελιά που υπήρχαν πέριξ της πλατείας, ώστε να περάσουν εκεί τη νύχτα τους. Όσοι δεν προλάβαιναν διανυκτέρευαν στον προαύλιο χώρο, ή σε τυχόν συγγενείς και φίλους τους.
Από την παραμονή επίσης, στήνονταν υπαίθριοι πάγκοι ένθεν και ένθεν της οδού, που άρχιζαν από το εργατικό κέντρο και έφταναν έως και το πρώτο «πλάτωμα» που αρχίζουν τα σκαλιά για την εκκλησία.
Περιττό να πω ότι και τα λίγα τότε, μαγαζιά και ταβέρνες επί της 25ης Μαρτίου στολίζονταν επίσης με σημαίες, φώτα κ.α. για την ημέρα αυτή.
Όταν άρχιζε ο εσπερινός στην εκκλησία γινόταν το αδιαχώρητο, όπως επίσης και στα σκαλιά, αλλά και στον προαύλιο χώρο. Όταν έφτανε η ώρα της λιτανείας της εικόνας, με πολύ κόπο οι χωροφύλακες άνοιγαν δρόμο να περάσει η πομπή, η οποία κατέβαινε τα σκαλιά, και από το δρόμο της Καραθώνας έφτανε στην Πρόνοια και μετά διέσχιζε όλο τον δρόμο της 25ης Μαρτίου, μετά πήγαινε μέσα από τα στενά, έφτανε στην πλατεία του δημοτικού σχολείου και ανέβαινε από τα σκαλιά πάλι στην εκκλησία. Προεξάρχοντος του Μητροπολίτη και των αρχών της πόλεως, με επικεφαλή τη φιλαρμονική. Το θέαμα ήταν μεγαλοπρεπέστατο!!!!!
Εκείνο που αλλάζει με τη σημερινή εποχή, νομίζω ότι είναι το πλήθος του κόσμου, που ήταν σαν ένας φωτισμένος ποταμός, από τα κεριά που κρατούσαν στα χέρια τους, κατά τη λιτανεία, αλλά και το φως στους πάγκους που τα φώτιζαν με ασετιλίνη (δεν υπήρχαν γεννήτριες τότε). Αυτά βέβαια, που γράφω -δεν κομίζω γλαύκα είς Αθήνας-, συμβαίνουν και σήμερα, νομίζω όμως ότι εκείνο που κάνει τη διαφορά, για την εποχή που αναφέρομαι –δεκαετία ΄45-΄65-, είναι η πολύ μεγάλη συμμετοχή του κόσμου και η θρησκευτική κατάνυξη που τους διακατείχε.
Μετά το πέρας της λιτανείας της εικόνας ή και κατά τη διάρκεια ξεχύνονταν πάρα πολλοί στα λίγα μαγαζιά-ταβέρνες και επιδίδονταν μετά μανίας στο φαγοπότι, κυρίως της γουρνοπούλας, συνοδεία οίνου (δεν ξέραμε τότε άλλα ποτά). Τα μαγαζιά σέρβιραν ή έδιναν σε πακέτο όχι σε πιάτα αλλά σε χασαπόχαρτο, μαζί με τα απαραίτητα κατοστάρια. Ονομαστό τότε ήταν το μαγαζί του «ΜΠΙΣΤΟΛΑ», κατά κόσμων ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΥΠΡΑΙΟΥ, του Σ. ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γ. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ και δυο τρία άλλα που τώρα μου διαφεύγουν.
Η φήμη της γουρνοπούλας εκτός του ότι ήταν ένα σπέσιαλ για την εποχή εκείνη φαγητό, αποτελούσε (όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες) …….και διευκόλυνση του οργανισμού για τους έχοντες προβλήματα.
Τώρα θα αναφερθώ σε ένα έθιμο που έχει εκλείψει τελείως.
Τότε, περισσότερο -οι οικογένειες κατωτέρου εισοδήματος και της υπαίθρου-, τεκνοποιούσαν μίνιμουμ 5 και πάνω παιδιά. Υπήρχε λοιπόν το έθιμο πολλοί -και από λόγους σεβασμού προς τα θεία- να αφήνουν κάτω στο δάπεδο, τα αβάπτιστα παιδιά τους, μπροστά στην ΩΡΑΙΑ ΠΥΛΗ και κατά μήκος του διαδρόμου προς το ιερό, αλλά καμιά φορά και στα σκαλοπάτια που ανεβαίνουν στην εκκλησία, ώστε να τα βλέπουν οι εισερχόμενοι στην εκκλησία και με προτροπή των μανάδων να τα σηκώνουν. Αυτό ήταν σημάδι ότι όποιος σήκωνε το μωρό αυτόματα γίνονταν και νονός του. Τώρα θα μου πείτε τι ήταν το παιδί να μείνει ακίνητο στο δρόμο; Ας είναι καλά το έθιμο του φασκιώματος. Τι είναι αυτό; Οι παλαιοί το ξέρουν αλλά το γράφω για τις/τους νεότερες/ους. Τα παιδιά μόλις γεννιούνταν και για μεγάλο διάστημα, τα φάσκιωναν. Το φάσκιωμα, για να γίνω πιο σαφής, ήταν ένα μεγάλο σεντόνι, που τυλιγόταν γύρω το μωρό. Αφού έπλεναν το μωρό, το τάιζαν δια θηλασμού (τότε ήταν ανύπαρκτα τα βιομηχανοποιημένα γάλατα) το τύλιγαν με το σεντόνι, ξεκινώντας από το κορμάκι του και εν συνεχεία «τέζαραν» τα χέρια και τα πόδια σε ακινησία, οπότε έφτανε το μωρό να είναι σαν μια «μούμια» με έξω μόνο το κεφάλι του (αυτό βέβαια το έκαναν και για διευκόλυνση της μάνας, ώστε να μπορεί να δουλεύει με ελεύθερα χέρια). Ακολούθως την πάνα– επειδή τότε δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι στήριξης της πάνας- την στήριζαν με μία παραμάνα, καμιά φορά την στερέωναν και με λίγο …..κρεατάκι λόγω απροσεξίας, τότε πήγαινε το κλάμα και η φωνή σύννεφο και απορούσαν -κυρίως οι πεθερές που αγριοκοίταζαν τη νύφη-…… τι έχει το έρημο και σκούζει έτσι; Ταϊσμένο είναι ποτισμένο είναι!!!!!! Τι έχει; Έλεγε η νύφη τι να του κάνω;
Αυτό το έθιμο έχει πλέον χαθεί εδώ και πολύ καιρό, για πολλούς λόγους, μεταξύ αυτών και γιατί τώρα οι οικογένειες κάνουν μάξιμουμ δύο παιδιά και οι κουμπάροι είναι εκ των προτέρων κανονισμένοι.

Καληνύχτα σας
Εις το επανα γράφειν……
ΛΟΥΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

214
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.